Page 291 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 291

290





                                                   ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ω-



               -    Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο   Ωστόσο τις ψυχές των πέρφανων μνηστήρων ο κυλλήνιος
               24-   ἀνδρῶν μνηστήρων: ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶν   Ερμής απ᾿ το παλάτι εφώναζε, και το ραβδί του εκράτει
                    καλὴν χρυσείην, τῇ τ᾿ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει   στα χέρια το χρυσό, το πάγκαλο, που των θνητών τα μάτια
                    ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾿ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει:   γητεύει, σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο.
               5    τῇ ῥ᾿ ἄγε κινήσας, ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο.   Μ᾿ αυτό τις λάλησε, κι ακλούθηξαν τσιρίζοντας εκείνες.
                    ὡς δ᾿ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο   Οι νυχτερίδες πως σε απέραντη, βαθιά σπηλιά πετώντας
                    τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν   τσιρίζουν, όταν συναλλήλως τους σε μια αρμαθιά κρατιόνταν
                    ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾿ ἀλλήλῃσιν ἔχονται,   όλες μαζί απ᾿ το βράχο κι έτυχε να πέσει κάτω η μια τους΄
                    ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾿ ἤϊσαν: ἦρχε δ᾿ ἄρα σφιν   όμοια τσιρίζοντας κατέβαιναν κι αυτές᾿ μπροστά τραβούσε
               10   Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾿ εὐρώεντα κέλευθα.   ο πονηρός Ερμής, να φτάσουνε στις μούχλιες στράτες κάτω.
                    πὰρ δ᾿ ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα   Μπροστά απ᾿ του Ωκεανού τα ρέματα κι από τον Άσπρο Βράχο
                    πέτρην,                              κι άπο τις πόρτες του Ήλιου διάβηκαν, μετά κι απ᾿ των ονείρων
                    ἠδὲ παρ᾿ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων   τη γη, και φτάσαν δίχως άργητα στο ασφοδελό λιβάδι,
                    ἤϊσαν: αἶψα δ᾿ ἵκοντο κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,   κει πέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ίσκιοι.
                    ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων.

               15   εὗρον δὲ ψυχὴν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος    Εκεί με την ψυχή ανταμώθηκαν του ξακουστού Αχιλλέα,
                    καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο   κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου,
                    Αἴαντός θ᾿, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε   και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο διώμα
                    τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾿ ἀμύμονα Πηλεί̈δαο   τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
                    ὣς οἱ μὲν περὶ κεῖνον ὁμίλεον: ἀγχίμολον δὲ   Την ώρα που οι νεκροι μαζώνουνταν στον Αχιλλέα τρογύρα,

               20   ἤλυθ᾿ ἔπι ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο   είδαν τoν ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει,
                    ἀχνυμένη: περὶ δ᾿ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾿, ὅσσαι ἅμ᾿   βαριά θλιμμένο᾿ τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του
                    αὐτῷ                                 στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν.
                    οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.   Πρώτη η ψυχή γυρνώντας μίλησε του αρχοντικού Αχιλλέα:
                    τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεε Πηλεί̈ωνος:   «Υγιέ του Ατρέα, και μεις θαρρούσαμε πως σένα πιο αγαπούσε
                    «Ἀτρεί̈δη, περὶ μέν σ᾿ ἔφαμεν Διὶ τερπικεραύνῳ

               25   ἀνδρῶν ἡρώων φίλον ἔμμεναι ἤματα πάντα,   πάντα του ο Δίας ο κεραυνόχαρος στους πολεμάρχους μέσα'
                    οὕνεκα πολλοῖσίν τε καὶ ἰφθίμοισιν ἄνασσες   τι και πολλοι ήταν οι που αφέντευες και περισσά αντρειωμένοι
                    δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχομεν ἄλγε᾿ Ἀχαιοί.   στων Τρωών τη χώρα, εκεί που σέρναμε καημούς οι Αργίτες πλήθος.
                    ἦ τ᾿ ἄρα καὶ σοὶ πρῶϊ παραστήσεσθαι ἔμελλεν   Ωστόσο πριν της ώρας έμελλε και σένα να χτυπήσει
                    μοῖρ᾿ ὀλοή, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται.   η άραχλη μοιρα᾿ ποιος την ξέφυγε θνητός ποτέ στον κόσμο;

               30   ὡς ὄφελες τιμῆς ἀπονήμενος, ἧς περ ἄνασσες,   Να σ᾿ είχε βρει μακάρι ο θάνατος στων Τρωών τη χώρα μέσα
                    δήμῳ ἔνι Τρώων θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν:   στα χρόνια ακόμα που ρηγάδευες και τις τιμές χαιρόσουν.
                    τῷ κέν τοι τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,   Οι Αργίτες όλοι θα σου σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,
                    ἠδέ κε καὶ σῷ παιδὶ μέγα κλέος ἤρα᾿ ὀπίσσω:   κι ακόμα η δόξα σου θ᾿ απόμενε κληρονομιά στο γιο σου
                    νῦν δ᾿ ἄρα σ᾿ οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»    μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσεις σου μελλόταν!»

               35   Ἀ τὸν δ᾿ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρείδαο:   Κι απηλογήθη του Αγαμέμνονα τότε η ψυχή και του 'πε:
                    «ὄλβιε Πηλέος υἱέ, θεοῖς ἐπιείκελ᾿ Ἀχιλλεῦ,   «Εσύ, τρανέ Αχιλλέα, θεόμορφε, καλότυχος εστάθης,
                    ὃς θάνες ἐν Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος: ἀμφὶ δέ σ᾿ ἄλλοι   μακριά από τ᾿ Άργος που σκοτώθηκες στην Τροια, κι ολόγυρα σου
                    κτείνοντο Τρώων καὶ Ἀχαιῶν υἷες ἄριστοι,   άλλοι αντρειανοι νεκροι σωριάζουνταν —Αργίτες, Τρώες —για σένα
                    μαρνάμενοι περὶ σεῖο: σὺ δ᾿ ἐν στροφάλιγγι   παλεύοντας᾿ και συ, κοιταμένος μακρύς φαρδύς στη σκόνη
   286   287   288   289   290   291   292   293   294   295   296