Page 270 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 270
269
40 οὔτε τιν᾿ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι: μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα 'ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα!
νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπται.» Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!»
ὣς φάτο, τοὺς δ᾿ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
εἷλεν: κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει.
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον. Μόνος απ᾿ όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε:
Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν:
45 «εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος εἰλήλουθας, «Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης,
ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί, σωστά μας τα 'πες, τόσα που 'καναν οι Αργίτες κάθε μέρα,
πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ᾿ ἐπ᾿ ένα σωρό αδικίες στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα.
ἀγροῦ. Μα ο πρώτος φταίχτης σ᾿ όλα κοίτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις,
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων, ο Αντίνοος᾿ όσα μας μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του'
Ἀντίνοος: οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα,
50 κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος,
οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων, μον᾿ άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου
ἀλλ᾿ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων, ωστόσο
ὄφρ᾿ Ἰθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι
αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας.
να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης.
νῦν δ᾿ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν
Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα
55 σῶν: ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον, δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι
ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι, θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ᾿ το λαό᾿ θα πάρεις
τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος, κι απανωτίμι απ᾿ τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια
χαλκόν τε χρυσόν τ᾿ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ ν᾿ αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει
ἰανθῇ: πρὶν δ᾿ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.” μέσα η καρδιά σου᾿ ως τότε χόλιαζε, και μ᾿ όλο σου το δίκιο!»
60 τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον:
Ὀδυσσεύς: «Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μου δώστε,
«Εὐρύμαχ᾿, οὐδ᾿ εἴ μοι πατρώϊα πάντ᾿ ἀποδοῖτε, όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε,
ὅσσα τε νῦν ὔμμ᾿ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ᾿ ἐπιθεῖτε, μηδ᾿ έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ᾿ το φόνο,
οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο πριχού οι μνηστήρες μου πλερώσετε τις ανομίες σας όλες.
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
65 νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι Διαλεχτέ τώρα: θέτε αντίκρα μου να χτυπηθείτε; θέτε
ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ: στα πόδια να το βάλτε; — κι όποιος σας γλιτώσει από το χάρο!
ἀλλά τιν᾿ οὐ φεύξεσθαι ὀί̈ομαι αἰπὺν ὄλεθρον.» Μα το χαμό, θαρρώ, κανένας σας τον άγριο δεν ξεφεύγει!»
ὣς φάτο, τῶν δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ. Αυτά είπε, κι εκείνων τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά τους᾿
τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος προσεφώνεε δεύτερον αὖτις: κι αναμεσό τους πήρε ο Ευρύμαχος ξανά και τους μιλούσε:
70 «ὦ φίλοι, οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους, «Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα δε θα κρατήσει τούτος᾿
ἀλλ᾿ ἐπεὶ ἔλλαβε τόξον ἐύ̈ξοον ἠδὲ φαρέτρην, τ᾿ ώριο δοξάρι μια και φούχτωσε και το σαγιτολόγο,
οὐδοῦ ἄπο ξεστοῦ τοξάσσεται, εἰς ὅ κε πάντας στο μαγλινό κατώφλι στέκοντας θα μας δοξεύει, ως όλους
ἄμμε κατακτείνῃ: ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης. νεκρούς μας ρίξει. Μα να δείξουμε και μεις την αντριγιά μας!
φάσγανά τε σπάσσασθε καὶ ἀντίσχεσθε τραπέζας Σύρτε σπαθιά, και στις σαγίτες του τις γοργοθανατούσες
75 ἰῶν ὠκυμόρων: ἐπὶ δ᾿ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν βάλτε προπύργι τα τραπέζια σας, κι όλοι μαζί ας χυθούμε,
ἀθρόοι, εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν ἠδὲ θυράων, απ᾿ το κατώφλι να τον σπρώξουμε να φύγει, κι απ᾿ την πόρτα.
ἔλθωμεν δ᾿ ἀνὰ ἄστυ, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο: Κι αν τότε τρέχοντας ασκώναμε συντάραχο στην πόλη,
τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.» θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξὺ Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του
80 χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον, ἆλτο δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει