Page 40 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 40
39
470 οἱ δ᾿ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾿ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο, Τ᾿ απανωψάχνια μόλις ψήθηκαν κι απ᾿ τη φωτιά τα σύραν,
δαίνυνθ᾿ ἑζόμενοι: ἐπὶ δ᾿ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄροντο κάτσαν και τρώγαν κι αρχοντόπουλα πετιόνταν κάθε τόσο
οἶνον οἰνοχοεῦντες ἐνὶ χρυσέοις δεπάεσσιν. και παίρναν το κρασί, σε ολόχρυσα ποτήρια να κεράσουν.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ: ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας το λόγο επήρε κι είπε:
475 «παῖδες ἐμοί, ἄγε Τηλεμάχῳ καλλίτριχας ἵππους Ελάτε οι γιοί, για τον Τηλέμαχο κάτω απ᾿ τ᾿ αμάξι ζεύτε
ζεύξαθ᾿ ὑφ᾿ ἅρματ᾿ ἄγοντες, ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο.» τ᾿ αλόγατά μας τα καλότριχα, στη στράτα να κινήσει».
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο, Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο,
καρπαλίμως δ᾿ ἔζευξαν ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους. και τα γοργά με βιάση αλόγατα κάτω απ᾿ το αμάξι έζεψαν.
ἐν δὲ γυνὴ ταμίη σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν Έβαλε μέσα κι η κελάρισσα ψωμί, κρασί, προσφάγια,
480 ὄψα τε, οἷα ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες. καθώς να τρώνε οι θεογέννητοι το συνηθούν ρηγάδες.
ἂν δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος περικαλλέα βήσετο δίφρον: Ανέβη τότε κι ο Τηλέμαχος πα στο πανώριο αμάξι,
πὰρ δ᾿ ἄρα Νεστορίδης Πεισίστρατος, ὄρχαμος κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος ο ρήγας, στο πλευρό του
ἀνδρῶν, στο αμάξι ανέβη, και στα χέρια του τα νιόλουρα φουχτώνει'
ἐς δίφρον τ᾿ ἀνέβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί, δίνει βιτσιά, κι ευτύς τ᾿ αλόγατα με προθυμιά πετούσαν στον
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν, τὼ δ᾿ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην κάμπο,
485 ἐς πεδίον, λιπέτην δὲ Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον. αφήνοντας το απόγκρεμο της Πύλος κάστρο πίσω,
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες. και το ζυγό τα δυο ζερβόδεξα κουνούσαν όλη μέρα.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί, Κι ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι,
ἐς Φηρὰς δ᾿ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα, φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος, στου Διοκλη το σπίτι,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα. που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και του Αλφειού τ᾿ αγγόνι.
490 ἔνθα δὲ νύκτ᾿ ἄεσαν, ὁ δὲ τοῖς πὰρ ξείνια θῆκεν. Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ἵππους τε ζεύγνυντ᾿ ἀνά θ᾿ ἅρματα ποικίλ᾿ ἔβαινον: ζέψαν τ᾿ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι,
ἐκ δ᾿ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου: και βγήκαν όξω απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερό χαγιάτι.
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν, τὼ δ᾿ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην. Δίνει βιτσιά να φύγουν τ᾿ άλογα, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,
495 ἷξον δ᾿ ἐς πεδίον πυρηφόρον, ἔνθα δ᾿ ἔπειτα σε λίγο φτάσαν στον πολύσταρο τον κάμπο και τελεύαν
ἦνον ὁδόν: τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι. το δρόμο᾿ μ᾿ έτοια ορμή τ᾿ αλόγατα τα γρήγορα τους σέρναν
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί. και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι.