Page 42 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 42

41




               40   καὶ τοὺς μὲν κατέδησαν ἐφ᾿ ἱππείῃσι κάπῃσι,   και στα παχνιά τους τ᾿ αλογάρικα τα δέσαν, και κριθάρι
                    πὰρ δ᾿ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν,   μπροστά τους βάζαν άσπρο, ανάκατο με βίκο, και το αμάξι
                    ἅρματα δ᾿ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,   γερμένο απαντικρύ το στήριξαν στο λιόφωτο τον τοίχο.
                    αὐτοὺς δ᾿ εἰσῆγον θεῖον δόμον. οἱ δὲ ἰδόντες   Τους νιους μετά στο θείο συνέμπασαν παλάτι, και σάστιζαν,
                    θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος:   τούτοι το σπίτι του αρχοντόγεννου θαμάζοντας ρηγάρχη·

               45   ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης   τι ολούθε φως στου πολυξάκουστου Μενέλαου το παλάτι
                    δῶμα καθ᾿ ὑψερεφὲς Μενελάου κυδαλίμοιο.   το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν — σα φεγγαριού, σαν ήλιου.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν,   Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους θωρώντας ένα γύρο,
                    ἔς ῥ᾿ ἀσαμίνθους βάντες ἐυξέστας λούσαντο.    σε καλοσκαλισμένους κάθισαν για να λουστούν λουτήρες.
                    τοὺς δ᾿ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,   Κι αφού τους λούσαν και τους άλειψαν με μύρο οι παρακόρες

               50   ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας,   και στο κορμί σγουρές τους φόρεσαν χλαμύδες και χιτώνες,
                    ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο παρ᾿ Ἀτρεί̈δην Μενέλαον.   τους πήγαν σε θρονιά και κάθισαν κοντά στο γιο του Ατρέα.
                    χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα   Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
                    καλῇ χρυσείῃ ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,   χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
                    νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι

               55   σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλεί και πλήθος
                    εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.
                    δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας   Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
                    παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα.   λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες.
                    τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:   Τότε ο ξανθός Μενέλαος μίλησε καλωσορίζοντας τους:

               60   «σίτου θ᾿ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον. αὐτὰρ ἔπειτα   «Πιάστε ψωμί! Καλώς μας ήρθατε! Και σύντας πια αποφάτε,
                    δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ᾿, οἵ τινές ἐστον   θα 'ρθεί η στιγμή να σας ρωτήσουμε ποιοί τάχα να 'στε ανθρώποι.
                    ἀνδρῶν: οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων,   Καθόλου αλήθεια δεν την κρύβετε τη φύτρα των γονιών σας'
                    ἀλλ᾿ ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων   το δίχως άλλο από αρχοντόγεννους κρατάτε βασιλιάδες
                    σκηπτούχων, ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν.»   με ρηγικό ραβδί᾿ αχαμνόσογοι τέτοιους υγιούς δεν κάνουν.»

               65   ὣς φάτο, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα θῆκεν   Είπε, και πήρε με τα χέρια του παχιά βοδίσια πλάτη,
                    ὄπτ᾿ ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ.  ψητή, τα αρχοντομοίρι που 'δωκαν σ᾿ αυτόν, και τους τη δίνει.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν,   πρώτα ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο τα λόγια εκίνα,

               70                                         κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν άλλοι:
                    ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾿ οἱ ἄλλοι:
                                                          «Για ιδές αλήθεια, υγιέ του Νέστορα, πιο αγαπημένε απ᾿ όλους,
                    «φράζεο, Νεστορίδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
                                                          πως μες στα σπίτια αυτά τ᾿ αχόλαλα ξαστράφτει ολούθε ο
                    χαλκοῦ τε στεροπὴν κὰδ δώματα ἠχήεντα
                                                          μπρούντζος,
                    χρυσοῦ τ᾿ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ᾿ ἐλέφαντος.
                                                          το κεχριμπάρι και το μάλαμα, το φίλντισι, το ασήμι!
                    Ζηνός που τοιήδε γ᾿ Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή,
                                                          Όμοιο του Δία, θαρρώ, στον Όλυμπο θα δείχνει το παλάτι,
               75   ὅσσα τάδ᾿ ἄσπετα πολλά: σέβας μ᾿ ἔχει   τόσο πολλά είναι εδώ, αλογάριαστα᾿ σαστίζω που τα βλέπω.»
                    εἰσορόωντα.»                          Όμως το αφτί τον πήρε του ξανθού Μενέλαου που μιλούσε
                    τοῦ δ᾿ ἀγορεύοντος ξύνετο ξανθὸς Μενέλαος,   κι έτσι, γυρνώντας ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια:
                    καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   «Παιδιά μου, με το Δία δε γίνεται να παραβγεί κανείς μας,
                    «τέκνα φίλ᾿, ἦ τοι Ζηνὶ βροτῶν οὐκ ἄν τις ἐρίζοι:   τι εκείνος έχει βιος αθάνατο κι αθάνατα παλάτια·
                    ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾿ ἔασιν:

               80    ἀνδρῶν δ᾿ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται, ἠὲ καὶ οὐκί,   όμως με μένα θα παράβγαινε κι ένας θνητός στα πλούτη —
                    κτήμασιν. ἦ γὰρ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾿ ἐπαληθεὶς   για κι όχι᾿ τι που παράδειρα, χρόνους οχτώ, στα ξένα,
                    ἠγαγόμην ἐν νηυσὶ καὶ ὀγδοάτῳ ἔτει ἦλθον,   ως να τα φέρω εδώ μες στ᾿ άρμενα με χίλια δυο τυράννια.
   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46   47