Page 41 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 41

40





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -δ-



               -4-   ἦοἱ δ᾿ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,   Κι εκείνοι οι δυο στην πολυφάραγγη, τη βαθουλή φτασμένοι
                    πρὸς δ᾿ ἄρα δώματ᾿ ἔλων Μενελάου κυδαλίμοιο.   τη Λακεδαίμονα, στου πέρφανου Μενέλαου το παλάτι
                    τὸν δ᾿ εὗρον δαινύντα γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν   τραβούσαν, πάνω αυτός που γιόρταζε της άψεγης του κόρης
                    υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς ἀμύμονος ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.   το γάμο και του γιου του, κι έκανε τραπέζι στους δικούς του.
               5    τὴν μὲν Ἀχιλλῆος ῥηξήνορος υἱέι πέμπεν:   Την κόρη στον υγιό την έστελνε του φοβερού Αχιλλέα·
                    ἐν Τροίῃ γὰρ πρῶτον ὑπέσχετο καὶ κατένευσε   απ᾿ τον καιρό στην Τροία που βρίσκουνταν ακόμα το 'χε τάξει
                    δωσέμεναι, τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον.   να του τη δώσει· τώρα ετέλευαν οι αθάνατοι το γάμο.
                    τὴν ἄρ᾿ ὅ γ᾿ ἔνθ᾿ ἵπποισι καὶ ἅρμασι πέμπε νέεσθαι   Την έστελνε λοιπόν με αλόγατα κι αμάξια για το κάστρο
                    Μυρμιδόνων προτὶ ἄστυ περικλυτόν, οἷσιν   των Μυρμιδόνων το περίλαμπρο, που αφέντευε ο γαμπρός του.
                    ἄνασσεν.

               10   υἱέι δὲ Σπάρτηθεν Ἀλέκτορος ἤγετο κούρην,   Το γιο στη Σπάρτη με του Aλέχτορα τον πάντρευε την κόρη,
                    ὅς οἱ τηλύγετος γένετο κρατερὸς Μεγαπένθης   το Μεγαπένθη τον αντρόκαρδο᾿ τον είχε στερνοπαίδι
                    ἐκ δούλης: Ἑλένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ᾿ ἔφαινον,   από μια σκλάβα, τι δε χάριζαν πια στην Ελένη τέκνα
                    ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾿ ἐρατεινήν,   οι αθάνατοι, από μιας και γέννησε μια κόρη ζηλεμένη,
                    Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.   την Ερμιόνη, που παράβγαινε με τη χρυσή Αφροδίτη.

               15   ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ᾿ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα   Έτσι στo μέγα, αψηλοτάβανο παλάτι οι συμπεθέροι
                    γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο,   κι οι γείτονες του πολυδόξαστου Μενέλαου ξεφαντώναν
                    τερπόμενοι: μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς   κι αγάλλουνταν μαζί τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα
                    φορμίζων, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾿ αὐτούς,   ο θείος τραγουδιστής, κι ως άνοιγε το στόμα του να ψάλει,
                    μολπῆς ἐξάρχοντος, ἐδίνευον κατὰ μέσσους.   στριφογυρνώντας μες στη μάζωξη χόρευαν δυο ακροβάτες.

               20   τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐν προθύροισι δόμων αὐτώ τε καὶ ἵππω,   Την ίδιαν ώρα ομπρός στην ξώπορτα κι αυτοί και τ᾿ άλογά τους,
                    Τηλέμαχός θ᾿ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός,   ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος, στάθηκαν.
                    στῆσαν: ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο κρείων Ἐτεωνεύς,   Κι ο Ετεωνέας, που ο πολυξάκουστος Μενέλαος σύντροφο του
                    ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο,   τον είχε μπιστεμένο, βγαίνοντας, μόλις τους είδε, τρέχει
                    βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα ποιμένι λαῶν,   στο βασιλιά να πάει το μήνυμα, περνώντας το παλάτι'

               25   ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   κι ως στάθη πλάι του με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «ξείνω δή τινε τώδε, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε,   «Άκου, Μενέλαε θεογέννητε, μας ήρθαν κάποιοι ξένοι,
                    ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἔικτον.   δυο νιοί, και μοιάζει να 'ναι η φύτρα τους από το Δία το μέγα.
                    ἀλλ᾿ εἴπ᾿, ἤ σφωιν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,   Μον᾿ πες μου, τ᾿ άτια να ξεζέψουμε τα γρήγορα, για σε άλλου
                    ἦ ἄλλον πέμπωμεν ἱκανέμεν, ὅς κε φιλήσῃ.»   σπίτι να πούμε να τραβήξουνε, να φιλοκονευτούνε;»

               30   τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:   Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε κι απηλογιά του δίνει:
                    «οὐ μὲν νήπιος ἦσθα, Βοηθοί̈δη Ἐτεωνεῦ,   «Του Βόηθου γιε, πιο πριν ανέμυαλος, Ετεωνέα, δεν ήσουν,
                    τὸ πρίν: ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις.   μα τώρα ανέμυαλα μου μίλησες, μικρό παιδί σαν να 'σουν.
                    ἦ μὲν δὴ νῶι ξεινήια πολλὰ φαγόντε    Και μας συχνά μας φιλοκόνεψαν άνθρωποι ξένοι ως τώρα,
                    ἄλλων ἀνθρώπων δεῦρ᾿ ἱκόμεθ᾿, αἴ κέ ποθι Ζεὺς   πριχού διαγείρουμε, κι ελπίζαμε στο Δία να μας γλιτώσει

               35   ἐξοπίσω περ παύσῃ ὀιζύος. ἀλλὰ λύ᾿ ἵππους   μια μέρα από τα τόσα βάσανα. Μον᾿ έλα, λύσε τ᾿ άτια
                    ξείνων, ἐς δ᾿ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι.»   των ξένων και πιο μέσα μπάσε τους, να φαν, να πιουν μετά μας.»
                    ὣς φάθ᾿, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾿ ἄλλους  Είπε, κι αυτός αφήκε τρέχοντας τον αντρωνίτη, κι άλλα
                    ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.   παιδόπουλα να τρέξουν γρήγορα φωνάζοντας, κι εκείνα
                    οἱ δ᾿ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας,   απ᾿ το ζυγό τους λύσαν τ᾿ άλογα λουσμένα στον ίδρωτα,
   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46