Page 60 - Aiswpou mithoi
P. 60
Ο ΓΕΡΟΓΑΤΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν σ' ένα
σπίτι ένας γάτος, πολύ έξυπνος και
γρήγορος και αλίµονο στον ποντικό
που θα τολµούσε να ξεµυτίσει. ∆εν
µπορούσε να του ξεφύγει µε κανένα
τρόπο. Έδινε ένα σάλτο και τον
γράπωνε µε τα νύχια του. Είχε γίνει,
όπως λένε, ο φόβος και ο τρόµος
των ποντικών του σπιτιού εκείνου,
αλλά και όλης της περιοχής.
Αυτή η επιτυχία που είχε στο κυνήγι
των ποντικών, τον είχε κάνει
περήφανο κι εγωιστή.
- Εµένα δε µου ξεφεύγει κανένας - Τι γίνεται; του έλεγαν. Μάθαµε ότι
ποντικός! έλεγε στους άλλους στο σπίτι σου υπάρχουν πολλά
γάτους που τύχαινε να συναντήσει ποντίκια και δε σε φοβούνται πια.
στο δρόµο του. ∆εν πέρασε µέρα Γέρασες καηµένε!
που να µην έπιασα και από έναν. - Εγώ; έλεγε ο γερο - γάτος. Σας
∆ε θυµάµαι να έχω πεινάσει ποτέ δίνω το λόγο µου ότι σε λίγες µέρες
στη ζωή µου. δε θα υπάρχει κανένας ποντικός
Όµως, κάποτε, γέρασε κι ο γάτος στο σπίτι...
µας. Άρχισε να µη βλέπει καλά, να - Μπα; Και... πώς θα τους διώξεις;
µην οσµίζεται όπως πριν, να µην - ∆ε θα τους διώξω. Θα τους φάω.
ακούει και το χειρότερο απ' όλα να - Και πώς δεν τους έφαγες ως
µην είναι ευκίνητος. Σπάνια έπιανε τώρα;
κανέναν ποντικό, κανένα γερο - - Έννοια σας και θα δείτε ποιος
ποντικό, σαν εκείνον... είµαι εγώ!
Οι άλλοι γάτοι άρχισαν τώρα να τον Εκείνη την ηµέρα ο γερο - γάτος
περιγελούν. γύρισε στο σπίτι του και
προσπαθούσε να βρει τρόπο για να
πιάσει όλους τους ποντικούς.
Και σκέφτηκε ένα... πανούργο
σχέδιο. Μπήκε µέσα στο τσουβάλι
µε το αλεύρι, κυλίστηκε κι έγινε
κάτασπρος.
«Τώρα που θα 'ρθουν οι ποντικοί
να φάνε αλεύρι, σκέφθηκε, δε θα µε
δουν έτσι όπως είµαι άσπρος και
θα τους αρπάξω...»