Page 21 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 21

20




                    πρίν γ᾿ αὐτὴν γήμασθαι Ἀχαιῶν ᾧ κ᾿ ἐθέλῃσι.»    που απ᾿ τους Αργίτες ένα η μάνα σου θα πάρει, αυτόν που
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   θέλει.»
                                                           Κι ο γνωστικός γυρνά Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:

               130  «Ἀντίνο᾿, οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι   «Αντίνοε, στανικώς δε γίνεται να διώξω από το σπίτι
                    ἥ μ᾿ ἔτεχ᾿, ἥ μ᾿ ἔθρεψε: πατὴρ δ᾿ ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,   την που με γέννησε, με ανάστησε᾿ κι ο κύρης μου στα ξένα
                    ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δέ με πόλλ᾿ ἀποτίνειν   για ζει για πέθανε᾿ κι είναι άσκημο του Ικάριου να πλερώσω
                    Ἰκαρίῳ, αἴ κ᾿ αὐτὸς ἑκὼν ἀπὸ μητέρα πέμψω.   πολλά, τη μάνα μου αν με θέλημα δικό μου στείλω πίσω.
                    ἐκ γὰρ τοῦ πατρὸς κακὰ πείσομαι, ἄλλα δὲ δαίμων   Κι όχι μονάχα απ᾿ τον πατέρα της — κι από θεό θα πάθω:

               135  δώσει, ἐπεὶ μήτηρ στυγερὰς ἀρήσετ᾿ ἐρινῦς   διωγμένη από το σπίτι η μάνα μου τις Ερινύες θα κράξει
                    οἴκου ἀπερχομένη: νέμεσις δέ μοι ἐξ ἀνθρώπων   τις φοβερές, να πέσουν πάνω μου᾿ θ᾿ ακούσω κι απ᾿ τον κόσμο
                    ἔσσεται: ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω.   λόγια βαριά, γι᾿ αυτό απ᾿ το στόμα μου δε βγαίνει λόγος τέτοιος!
                    ὑμέτερος δ᾿ εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν,   Κι ατοί σας όμως αν συχύζεστε γι᾿ αυτά που εδώ γίνονται,
                    ἔξιτέ μοι μεγάρων, ἄλλας δ᾿ ἀλεγύνετε δαῖτας   το αρχοντικό μου αφήστε, φύγετε, γνοιαστείτε γι᾿ άλλες τάβλες,

               140  ὑμὰ κτήματ᾿ ἔδοντες ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους.   και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε!
                    εἰ δ᾿ ὑμῖν δοκέει τόδε λωίτερον καὶ ἄμεινον   Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
                    ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,   το βιος ν᾿ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
                    κείρετ': ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,   Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
                    αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι.   αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,

               145  νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.»   να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.»
                    «ὣς φάτο Τηλέμαχος, τῷ δ᾿ αἰετὼ εὐρύοπα Ζεὺς   Αυτά τους έλεγε ο Τηλέμαχος, κι ο Δίας ο βροντολάλος
                    ὑψόθεν ἐκ κορυφῆς ὄρεος προέηκε πέτεσθαι.   δυο αϊτούς για χάρη του απ᾿ ακρόκορφο βουνού ψηλάθε αφήκε,
                    τὼ δ᾿ ἕως μέν ῥ᾿ ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο   για λίγην ώρα που φτερούγιζαν με τις πνοές του ανέμου
                    πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν:   ο ένας κοντά στον άλλο, απλώνοντας ορθάνοιχτες φτερούγες.

               150  ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μέσσην ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην,   Μα μόλις στης πολύβουης σύναξης τη μέση έφτασαν, πήραν
                    ἔνθ᾿ ἐπιδινηθέντε τιναξάσθην πτερὰ πυκνά,   να κόβουν γύρους από πάνω τους φτεροκοπώντας, κι όλων
                    ἐς δ᾿ ἰδέτην πάντων κεφαλάς, ὄσσοντο δ᾿ ὄλεθρον:   τις κεφαλές ψηλάθε ακράγγιζαν κι άγριο χαμό μηνούσαν.
                    δρυψαμένω δ᾿ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειρὰς   Κι ως με τα νύχια συναλλήλως τους λαιμούς, σαγόνια έσκισαν,
                    δεξιὼ ἤιξαν διά τ᾿ οἰκία καὶ πόλιν αὐτῶν.   δεξιά τράβηξαν, πίσω αφήνοντας τα σπίτια και το κάστρο.

               155  θάμβησαν δ᾿ ὄρνιθας, ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν:   Κι εκείνοι τα όρνια με τα μάτια τους σαν είδανε, σαστίσαν
                    ὥρμηναν δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἅ περ τελέεσθαι ἔμελλον.   και μέσα τους ψυχανεμίζουνταν τα μέλλουνταν να γενούν.
                    τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης   Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
                    Μαστορίδης: ὁ γὰρ οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο   ο γιος, που κάλλιο απ᾿ όλους κάτεχε τους συνομήλικους του
                    ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι:   τα όρνια τι δείχνουν και ξεδιάλυνε και τα σημάδια τ᾿ άλλα.

               160                                         Και τότε μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσό τους είπε:
                    ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
                                                           «Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε,
                    «κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
                                                           για τους μνηστήρες όμως πιότερο τα λέω τα λόγια τούτα'
                    μνηστῆρσιν δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος τάδε εἴρω:
                                                           κακό μεγάλο καταπάνω τους πλακώνει, κι ούτε θα 'ναι
                    τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται: οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
                                                           καιρό ο Οδυσσέας πολύ απ᾿ τους φίλους του μακριά᾿ μπορεί και
                    δὴν ἀπάνευθε φίλων ὧν ἔσσεται, ἀλλά που ἤδη
                                                           τώρα
               165  ἐγγὺς ἐὼν τοῖσδεσσι φόνον καὶ κῆρα φυτεύει   να 'ναι κοντά, για τούτους θάνατο και χαλασμό κλωσώντας —
                    πάντεσσιν: πολέσιν δὲ καὶ ἄλλοισιν κακὸν ἔσται,   όλους᾿ μα κι άλλοι λέω θα πάθουμε πολλοί κακό μεγάλο,
                    οἳ νεμόμεσθ᾿ Ἰθάκην ἐυδείελον. ἀλλὰ πολὺ πρὶν   απ᾿ όσους ζούμε μες στην ξέφαντην Ιθάκη᾿ μα ας γνοιαστούμε
                    φραζώμεσθ᾿, ὥς κεν καταπαύσομεν: οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ   τούτους πιο πριν ν᾿ ανακρατήσουμε, και τούτοι ατοί τους όμως
                    παυέσθων: καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστιν.   να κρατηθούν τι άλλο δε βρίσκεται καλύτερο να κάνουν.
   16   17   18   19   20   21   22   23   24   25   26