Page 26 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 26

25




                    ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες,   γραμμή, γεμάτα άνεροκόπητο, θεϊκό πιοτό, στον τοίχο
                    ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾿ Ὀδυσσεὺς   δίπλα άναγέρνοντας, αν γύριζε στο σπίτι του ο Οδυσσέας
                    οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας.   μετά από τόσα πάθη κάποτε. Μια πόρτα το κελάρι
                    κληισταὶ δ᾿ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,   σφαλνούσε με διπλά πορτόφυλλα, καλαρμοσμένη, στεριά'

               345  δικλίδες: ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ   και μια κελάρισσα νυχτόημερα βρισκόταν έκεϊ μέσα
                    ἔσχ᾿, ἣ πάντ᾿ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν,   και φύλαε᾿ το μυαλό της έκοβε καλά μαθές — η Ευρύκλεια,
                    Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο.   που ήταν αγγόνα του Πεισήνορα και του Ώπα κόρη᾿ τούτη
                    τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θαλαμόνδε καλέσσας:   τότε ο Τηλέμαχος φωνάζοντας της είπε στο κελάρι:
                    «μαῖ᾿, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον   «Νένα, τις στάμνες, έλα, γέμισε κρασί γλυκό, και να 'ναι

               350  ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις   απ᾿ τα κρασιά μας το καλύτερο, μετά απ᾿ αυτό που κρύβεις
                    κεῖνον ὀιομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι   για το θεϊκό Οδυσσέα, τον άμοιρο, με την ελπίδα πάντα
                    διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.   πως θα 'ρθει κάπουθε ξεφεύγοντας τις Λάμιες του θανάτου.
                    δώδεκα δ᾿ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας.   Να μου γεμίσεις στάμνες δώδεκα, να τις βουλώσεις όλες,
                    ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν:   και σε δερμάτια κριθαράλευρο καλοραμμένα βάλε'

               355  εἴκοσι δ᾿ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς.   είκοσι μόδια να 'ναι θα 'θελα καλαλεσμένο αλεύρι᾿
                    αὐτὴ δ᾿ οἴη ἴσθι: τὰ δ᾿ ἁθρόα πάντα τετύχθω:   κι όλα σε μια γωνιά συμμάζω τα, και μόνο εσύ να ξέρεις'
                    ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ   και θά'ρθω ατός μου με το σούρουπο να τα σηκώσω, τότε
                    μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται.   που θ᾿ ανεβεί στο ανώγι η μάνα μου, να θυμηθεί του γύπνου.
                    εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα   Στη Σπάρτη και στην Πύλο ελόγιασα να πάω την αμμουδάτη,

               360  νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.»   Αν κάπου ακούσω για τον κύρη μου, το πότε θα διαγείρει.»
                    ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,   Είπε κι ευτύς η Ευρύκλεια η βάγια του το μοιρολόι κινούσε,
                    καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα   «Ο λογισμός αυτός πως πέρασε, παιδί μου, απ᾿ το μυαλό σου;
                    ἔπλετο; πῇ δ᾿ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν   Στης γης τα μάκρη πως στοχάζεσαι να φύγεις τώρα, που 'σαι

               365  μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾿ ὤλετο τηλόθι πάτρης   αγαπημένος και μονάκριβος; Εκείνος, ο Οδυσσέας
                    διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ.   ο αρχοντογέννητος, πια χάθηκε σε αλλόξενους ανθρώπους!
                    οἱ δέ τοι αὐτίκ᾿ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω,   Μα τούτοι, ευτύς ως δουν πως έφυγες, κακά στο νου θα βάλουν,
                    ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾿ αὐτοὶ πάντα δάσονται.   για να χαθείς με δόλο, κι έπειτα το βιος σου θα μοιράσουν.
                    ἀλλὰ μέν᾿ αὖθ᾿ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος: οὐδέ τί σε χρὴ   Μείνε λοιπόν εδώ, τα πλούτη σου να χαίρεσαι᾿ ποιος λόγος

               370  πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾿   να τυραννιέσαι παραδέρνοντας μες στ᾿ άκαρπα πελάγη;»
                    ἀλάλησθαι.»                            Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
                    τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   «Νένα, κουράγιο! και δεν έγινε χωρίς θεός να θέλει
                    «θάρσει, μαῖ᾿, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή.   ο λογισμός αυτός᾿ μα ορκίσου μου πως λόγο δε θα κάνεις
                    ἀλλ᾿ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι,   στη μάνα μου, πριν μέρες έντεκα καν δώδεκα περάσουν,
                    πρίν γ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται,
               375  ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,   ξον αν το μάθει πως εμίσεψα και με γυρέψει ατή της᾿
                    ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»   δε θέλω τ᾿ όμορφό της πρόσωπο με θρήνους ν᾿ αφανίζει.»
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρῆυς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ.   Αυτά είπε, κι άμωσε η γερόντισσα τον όρκο το μεγάλο
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,   στους αναιώνιους᾿ κι όπως άμωσε και τέλεψε τον όρκο,
                    αὐτίκ᾿ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,   χωρίς καιρό να χάσει του 'βαλε κρασί στις στάμνες μέσα,

               380  ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι.   και κριθαράλευρο σε δέρματα καλοραμμένα βάνει.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἐς δώματ᾿ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει.   Κινούσε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος να σμίξει τους μνηστήρες.
                    ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
                    Τηλεμάχῳ ἐικυῖα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντῃ,   πήρε την όψη του Τηλέμαχου και κίνησε να τρέχει,
                    καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον,   κι όσους στο κάστρο μέσα αντάμωνε τους έσπρωχνε έναν έναν,
   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31