Page 27 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 27

26




               385  ἑσπερίους δ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει.   βραδιάζοντας στο γοργοτάξιδο να μαζωχτούν καράβι.
                    ἡ δ᾿ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν   Κι απ᾿ το Νοήμονα, τον έμνοστο του Φρόνιου γιο, ζητούσε
                    ᾔτεε νῆα θοήν: ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο.    γοργό καράβι, κι ολοπρόθυμα της το 'ταξεν εκείνος.
                    δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί,   Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι,
                    καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾿ εἴρυσε, πάντα δ᾿ ἐν αὐτῇ   το πλοίο το γρήγορο στη θάλασσα τραβώντας το αρματώνει

               390  ὅπλ᾿ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐύσσελμοι φορέουσι.   με όσα τα πλοία τα καλοκούβερτα για ν᾿ αρμενίσουν θέλουν
                    στῆσε δ᾿ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾿ ἐσθλοὶ ἑταῖροι   μετά το δένει στο ακρολίμανο᾿ κι οι αρχοντικοί συντρόφοι
                    ἁθρόοι ἠγερέθοντο: θεὰ δ᾿ ὤτρυνεν ἕκαστον.   σε λίγο εκεί μονοσυνάχτηκαν απ᾿ τη θεά σπρωγμένοι.
                    ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη.   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
                    βῆ ἰέναι πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο:   γοργά για το παλάτι εκίνησε του θεϊκού Οδυσσέα

               395                                         και τους μνηστήρες, καθώς έπιναν, πλανεύει χύνοντας τους
                    ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε,   ύπνο γλυκό, κι από τα χέρια τους οι κούπες χάμω έπεσαν.
                    πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾿ ἔκβαλλε κύπελλα.   Κι αυτοί πολληώρα δεν εκάθισαν να κοιμηθούν κινούσαν στο
                    οἱ δ᾿ εὕδειν ὤρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν   κάστρο
                    ἥατ᾿, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν.   εδώ κι εκεί᾿ τους έκλεινε μαθές τα μάτια ο γύπνος.
                    αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη
                                                           Αμέσως η Αθηνά η γλαυκόματη την όψη και το λάλο

               400  ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων ἐὺ ναιεταόντων,   πήρε του Μέντορα, και φώναξεν απ᾿ το καλοχτισμένο
                    Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν:   το αρχοντικό να βγει ο Τηλέμαχος, κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «Τηλέμαχ᾿, ἤδη μέν τοι ἐυκνήμιδες ἑταῖροι   «Κιόλα οι σύντροφοί σου, Τηλέμαχε, κάθονται στα κουπιά τους
                    ἥατ᾿ ἐπήρετμοι τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν:   κι ώρα την ώρα το ξεκίνημα προσμένουν το δικό σου.
                    ἀλλ᾿ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.»   Πάμε λοιπόν, απ᾿ το ταξίδι μας να μη χασομερούμε.»

               405  ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη   Έτσι η Αθηνά Παλλάδα εμίλησε και μπήκε ομπρός στο δρόμο
                    καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.   γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,   Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και στο καράβι, βρήκαν
                    εὗρον ἔπειτ᾿ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους.   στο ακρόγιαλο τους μακρομάλληδες να καρτερούν συντρόφους.
                    τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο:   Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
               410  «δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα: πάντα γὰρ ἤδη   «Συντρόφοι, ομπρός, να κουβαλήσουμε τις ζωθροφές᾿ στο σπίτι
                    ἁθρό᾿ ἐνὶ μεγάρῳ. μήτηρ δ᾿ ἐμὴ οὔ τι πέπυσται,   όλες είναι έτοιμες᾿ δεν το 'μαθε μηδέ κι η μάνα μου η ίδια,
                    οὐδ᾿ ἄλλαι δμωαί, μία δ᾿ οἴη μῦθον ἄκουσεν.»   κι από τις δούλες μια είναι που άκουσε το λόγο αυτό μονάχα.»
                    ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο.   Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν
                    οἱ δ᾿ ἄρα πάντα φέροντες ἐυσσέλμῳ ἐπὶ νηὶ   κι όλα μετά στο καλοκούβερτο καράβι κουβαλώντας
               415  κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.   τ᾿ απίθωσαν, ο γιος ως πρόσταζε του αντρόκαρδου Οδυσσέα.
                    ἂν δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾿, ἦρχε δ᾿ Ἀθήνη,   Κι ανέβη στο άρμενο ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας'
                    νηὶ δ᾿ ἐνὶ πρυμνῇ κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο: ἄγχι δ᾿ ἄρ᾿ αὐτῆς   στου πλοίου την πρύμνη εκείνη εκάθισε, κι ως κάθισε κοντά της
                    ἕζετο Τηλέμαχος. τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν,   κι ο θείος Τηλέμαχος, οι σύντροφοι ξελύσαν τις πρυμάτσες.
                    ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.   Μετά κι εκείνοι απάνω πήδησαν και στα ζυγά κάθισαν

               420  τοῖσιν δ᾿ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,   και πρίμο αγέρα η γαλανόματη τους έστελνε Παλλάδα,
                    ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾿ ἐπὶ οἴνοπα πόντον.   πονέντε δυνατό, στο πέλαγο που αχούσε το κρασάτο.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν   Τότε ο Τηλέμαχος τους συντρόφους φωνάζοντας προστάζει
                    ὅπλων ἅπτεσθαι: τοὶ δ᾿ ὀτρύνοντος ἄκουσαν.   τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
                    ἱστὸν δ᾿ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης   το ελάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι

               425  στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,   ορθό περνώντας το, κι ως το 'δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη,
                    ἕλκον δ᾿ ἱστία λευκὰ ἐυστρέπτοισι βοεῦσιν.   το άσπρο πανί με τα καλόστριφτα λουριά ψηλά εσηκώσαν.
                    ἔπρησεν δ᾿ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα   Κι ο αγέρας το πανί τους φούσκωνε, και στην καρένα γύρα
                    στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾿ ἴαχε νηὸς ἰούσης:   του πλοίου που επέτα αλικοπόρφυρο το κύμα βαριαχούσε'
   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31   32