Page 31 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 31
30
ἀκούσω, για το θεϊκό, τον καρτερόψυχο τον Οδυσσέα, που λένε
δίου Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ποτέ φασι
85 των Τρωών το κάστρο πως επάτησε μαζί σου πολεμώντας.
σὺν σοὶ μαρνάμενον Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξαι. Για όλους τους άλλους, που αντροπάλευαν στους Τρώες ενάντια
ἄλλους μὲν γὰρ πάντας, ὅσοι Τρωσὶν πολέμιξον, τότε,
πευθόμεθ᾿, ἧχι ἕκαστος ἀπώλετο λυγρῷ ὀλέθρῳ, ο ανήλεος θάνατος κατέχουμε που βρήκε τον καθένα.
κείνου δ᾿ αὖ καὶ ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων. Μα εκείνου ο θάνατος είναι άγνωρος, τον κρύβει ο γιος του
οὐ γάρ τις δύναται σάφα εἰπέμεν ὁππόθ᾿ ὄλωλεν, Κρόνου!
Που τόνε βρήκε ο Χάρος, σίγουρα να πει κανείς δεν ξέρει,
90 εἴθ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου δάμη ἀνδράσι δυσμενέεσσιν, αν κάπου στη στεριά τον σκότωσαν άνθρωποι αντίμαχοι του,
εἴτε καὶ ἐν πελάγει μετὰ κύμασιν Ἀμφιτρίτης. για αν χάθη στα πελάη, στα κύματα της Αμφιτρίτης μέσα.
τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾿ ἱκάνομαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα Γι᾿ αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας το μαύρο του χαμό να μου 'λεγες, με τα δικά σου μάτια
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας αν τον αντίκρισες για αν άκουσες λόγο αλλουνού, που κόσμο
95 πλαζομένου: πέρι γάρ μιν ὀιζυρὸν τέκε μήτηρ. είχε γυρίσει, τι η μητέρα του τρισάμοιρο τον γέννα.
μηδέ τί μ᾿ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾿ ἐλεαίρων, Μα από συμπόνεση στα πάθη μου τα λόγια μη γλυκάνεις,
ἀλλ᾿ εὖ μοι κατάλεξον ὃπως ἤντησας ὀπωπῆς. μόνο όπως τα 'δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μου τα.
λίσσομαι, εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς Ο κύρης μου, ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος, αν σου 'χε τάξει κάτι
Ὀδυσσεύς, στων Τρωών τη χώρα, εκεί που βάσανα τραβήξατε περίσσια
ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
100 δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾿ Ἀχαιοί, οι Αργίτες όλοι, και σ᾿ το τέλεψε με λόγια για με πράξη,
τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες. αυτά, παρακαλώ, θυμίσου τα και την αλήθεια πες μου.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ: Κι ο αλογατάς, γερήνιος Νέστορας απηλογιά του δίνει:
«ὦ φίλ᾿, ἐπεί μ᾿ ἔμνησας ὀιζύος, ἥν ἐν ἐκείνῳ «Φίλε, τα πάθη σα μου θύμισες, που εμείς στη χώρα εκείνη,
δήμῳ ἀνέτλημεν μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν, των Αχαιών οι γιοί, τραβήξαμε, με αλύγιστο κουράγιο
105 ἠμέν ὅσα ξὺν νηυσίν ἐπ᾿ ἠεροειδέα πόντον πότε στο πέλαο το αχνογάλαζο με τα καράβια ολούθε,
πλαζόμενοι κατὰ ληίδ᾿, ὅπῃ ἄρξειεν Ἀχιλλεύς, όπου ο Αχιλλέας τραβούσε, πίσω του για κούρσα τριγυρνώντας —
ἠδ᾿ ὅσα καὶ περί ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἄνακτος και πότε ολόγυρα χτυπιόμαστε στου Πρίαμρυ του ρηγάρχη
μαρνάμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔπειτα κατέκταθεν ὅσσοι ἄριστοι. το μέγα κάστρο, όπου σκοτώθηκαν οι πιο αντρειανοί μας όλοι'
ἔνθα μὲν Αἴας κεῖται ἀρήιος, ἔνθα δ᾿ Ἀχιλλεύς, κει πέρα ο μέγας Αίαντας κοίτεται, κει πέρα κι ο Αχιλλέας,
110 εκεί κι ο Πάτροκλος, στη φρόνεση που ίδια θεός λογιόταν,
ἔνθα δὲ Πάτροκλος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος,
εκεί κι ο γιος μου εμένα, κι άψεγος μαζί και παλικάρι,
ἔνθα δ᾿ ἐμὸς φίλος υἱός, ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων,
ο Αντίλοχος, πιο απ᾿ όλους γρήγορος κι από τους πιο
Ἀντίλοχος, πέρι μὲν θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητής:
αντρειωμένους.
ἄλλα τε πόλλ᾿ ἐπὶ τοῖς πάθομεν κακά: τίς κεν ἐκεῖνα
Βάσανα κι άλλα εκεί τραβήξαμε πολλά᾿ μιαν άκρη ως άλλη
πάντα γε μυθήσαιτο καταθνητῶν ἀνθρώπων;
και ποιος θνητός θ᾿ αποδυνάζουνταν να τα ιστορήσει τάχα;
115 οὐδ᾿ εἰ πεντάετές γε καὶ ἑξάετες παραμίμνων Και πέντε κι έξι χρόνια να 'μενες εδώ, να μάθεις πόσα
ἐξερέοις ὅσα κεῖθι πάθον κακὰ δῖοι Ἀχαιοί: σύραν οι Αργίτες οι αρχοντόγεννοι στα ξένα εκεί τυράννια,
πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο. δε θα βαστούσες, μόνο θα 'φευγες βαργεστισμένος πίσω.
εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες Χρόνους εννιά κακά τους κλώθαμε με χίλιους μύριους δόλους
παντοίοισι δόλοισι, μόγις δ᾿ ἐτέλεσσε Κρονίων. μοχτώντας, και με χίλια βάσανα μας φέρνει ο Δίας στο τέλος.
120 ἔνθ᾿ οὔ τίς ποτε μῆτιν ὁμοιωθήμεναι ἄντην Εκεί ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος μας ενικούσεν όλους
ἤθελ᾿, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεὺς στη μάζωξη, γι᾿ αυτό δεν τα 'βαζε κανείς ποτέ μαζί του'
παντοίοισι δόλοισι, πατὴρ τεός, εἰ ἐτεόν γε τι χίλιους μύριους δόλους κάτεχεν ο κύρης σου — αν αλήθεια
κείνου ἔκγονός ἐσσι: σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωντα. είσαι δικός του γιος᾿ θαμάζουμαι που σε αντικρίζω ομπρός μου!