Page 30 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 30
29
40 ὣδῶκε δ᾿ ἄρα σπλάγχνων μοίρας, ἐν δ᾿ οἶνον ἔχευεν τους μοίρασε απ᾿ τα σπλάχνα κι έβαλε κρασί μετά σε κούπα
χρυσείῳ δέπαϊ: δειδισκόμενος δὲ προσηύδα μαλαματένια, κι έτσι μίλησε, την Αθηνά πιο πρώτα,
Παλλάδ᾿ Ἀθηναίην κούρην Διὸς αἰγιόχοιο: του Δία την κόρη, χαιρετίζοντας, του βροντοσκουταράτου:
«εὔχεο νῦν, ὦ ξεῖνε, Ποσειδάωνι ἄνακτι: «Και συ δεήσου, αν θέλεις, ξένε μου, στο ρήγα Ποσειδώνα'
τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε δεῦρο μολόντες. δικιά του είναι η θυσία που βρήκατε στον ερχομό σας τώρα.
45 αὐτὰρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι, ἣ θέμις ἐστί, Κι όταν κρασί σταλάξεις κι ευκηθείς, καθώς το συνηθάμε,
δὸς καὶ τούτῳ ἔπειτα δέπας μελιηδέος οἴνου δώσε την κούπα το γλυκόπιοτο κρασί μετά σε τούτον,
σπεῖσαι, ἐπεὶ καὶ τοῦτον ὀίομαι ἀθανάτοισιν σταλιές να κάμει᾿ τους αθάνατους κι αυτός θ᾿ ανακαλιέται,
εὔχεσθαι: πάντες δὲ θεῶν χατέουσ᾿ ἄνθρωποι. λογιάζω᾿ τι οι θνητοί έχουν όλοι τους απ᾿ τους θεούς ανάγκη.
ἀλλὰ νεώτερός ἐστιν, ὁμηλικίη δ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ: Ωστόσο είναι πιο νιος, τα χρόνια του σαν τα δικά μου θά'ναι,
50 τοὔνεκα σοὶ προτέρῳ δώσω χρύσειον ἄλεισον.» γι᾿ αυτό και σένα εγώ πρωτύτερα τη χρυσή κούπα δίνω.»
ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἡδέος οἴνου: Είπε, την κούπα το γλυκόπιοτο κρασί προσφέρνοντάς της'
χαῖρε δ᾿ Ἀθηναίη πεπνυμένῳ ἀνδρὶ δικαίῳ, και χάρηκε η Αθηνά του φρόνιμου, του δίκιου αντρός τον τρόπο,
οὕνεκα οἷ προτέρῃ δῶκε χρύσειον ἄλεισον: τη χρυσή κούπα πρώτα που 'δωκε σε κείνη από τους δυο τους,
αὐτίκα δ᾿ εὔχετο πολλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι: κι ευτύς με θέρμη ανακαλέστηκε το ρήγα Ποσειδώνα:
55 «κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε, μηδὲ μεγήρῃς «Της γης ο κύβερνος, επάκουσε την προσευχή μας τώρα
ἡμῖν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα. και μην αρνιέσαι τα που θέλουμε να γίνουν, Ποσειδώνα'
Νέστορι μὲν πρώτιστα καὶ υἱάσι κῦδος ὄπαζε, και πρώτα χάριζε στο Νέστορα και στους υγιούς του δόξα᾿
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀμοιβὴν τους άλλους τους Πυλιώτες έπειτα για την τρανή θυσία
σύμπασιν Πυλίοισιν ἀγακλειτῆς ἑκατόμβης. που σου πρόσφεραν με μια αντίχαρη γλυκιά ξεπλέρωσέ τους.
60 δὸς δ᾿ ἔτι Τηλέμαχον καὶ ἐμὲ πρήξαντα νέεσθαι, Κι εγώ για δώσε κι ο Τηλέμαχος, πριν φύγει, να τελέψει
οὕνεκα δεῦρ᾿ ἱκόμεσθα θοῇ σὺν νηὶ μελαίνῃ.» ό,τι μας έσπρωξε με το άρμενο το μαύρο εδώ να 'ρθούμε.»
ὣς ἄρ᾿ ἔπειτ᾿ ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα. Έτσι η θεά δεόταν, μόνη της τα τέλευε όμως όλα.
δῶκε δὲ Τηλεμάχῳ καλὸν δέπας ἀμφικύπελλον: Κι ως στου Οδυσσέα το γιο παράδωκε τη δίγουβη ώρια κούπα,
ὣς δ᾿ αὔτως ἠρᾶτο Ὀδυσσῆος φίλος υἱός. με τη σειρά του κι ο Τηλέμαχος στον Ποσειδώνα ευκήθη.
65 οἱ δ᾿ ἐπεί ὤπτησαν κρέ᾿ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο, Κι αυτοί τ᾿ απανωψάχνια ως έψησαν κι απ᾿ τη φωτιά τα σύραν,
μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα. τα κόψαν μερτικά και κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ: τους μίλησε ο γερήνιος Νέστορας ο αλογολάτης πρώτος:
«νῦν δὴ κάλλίον ἐστι μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι «Τώρα θαρρώ ταιριάζει πιότερο, που ευφράθηκαν το γιόμα,
70 να τους ρωτήσουμε να μάθουμε σαν ποιοί 'ναι οι ξένοι που 'ρθαν.
ξείνους, οἱ τινές εἰσιν, ἐπεὶ τάρπησαν ἐδωδῆς.
Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾿ ὑγρὰ κέλευθα;
Ποιοί 'στε; δουλειά καμιά μην έχετε; για τριγυρνάτε ως λάχει,
ἤ τι κατά πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγα που τριγυρνούν και
οἷά τε ληιστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾿ ἀλόωνται
φέρνουν
ψυχὰς παρθέμενοι κακὸν ἀλλοδαποῖσι πέροντες;»
κακά στον άλλο κόσμο, παίζοντας την ίδια τη ζωή τους;»
75 τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει
θαρσήσας: αὐτὴ γὰρ ἐνὶ φρεσὶ θάρσος Ἀθήνη κουράγιο παίρνοντας, τι του 'δινεν η ίδια η θεά κουράγιο
θῆχ᾿, ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο στα φρένα, για τον κύρη που 'λειπε τι απόγινε να μάθει,
ἠδ᾿ ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισιν ἔχῃσιν: μαζί για ν᾿ ακουστεί περίλαμπρο στον κόσμο τ᾿ όνομά του:
«ὦ Νέστορ Νηληϊάδη, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, «Γιε του Νηλέα, ρηγάρχη Νέστορα, των Αχαιών η δόξα,
80 εἴρεαι ὁππόθεν εἰμέν: ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. ρωτάς να μάθεις ποιος ο τόπος μας᾿ να σου το μολογήσω:
ἡμεῖς ἐξ Ἰθάκης ὑπονηίου εἰλήλουθμεν: απ᾿ την Ιθάκη εμείς ερχόμαστε, κάτω απ᾿ του Νήου τη ρίζα,
πρῆξις δ᾿ ἥδ᾿ ἰδίη, οὐ δήμιος, ἣν ἀγορεύω. κι είναι δουλειά δικιά μου που᾿ ρχομαι, δεν είναι του λάου μου'
πατρὸς ἐμοῦ κλέος εὐρὺ μετέρχομαι, ἤν που ψάχνω ένα λόγο για τον κύρη μου ν᾿ ακούσω, αν κάπου απλώνει,