Page 32 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 32
31
ἦ τοι γὰρ μῦθοί γε ἐοικότες, οὐδέ κε φαίης Μοιάζουν τα λόγια σας, δε θά'λεγε κανείς πως θα μπορούσε
125 ἄνδρα νεώτερον ὧδε ἐοικότα μυθήσασθαι. τόσο πρεπούμενα ένας νιούτσικος να μας μιλήσει λόγια.
ἔνθ᾿ ἦ τοι ἧος μὲν ἐγὼ καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Εκεί ο Οδυσσέας κι εγώ δεν είχαμε ποτέ μαθές δυο γνώμες,
οὔτε ποτ᾿ εἰν ἀγορῇ δίχ᾿ ἐβάζομεν οὔτ᾿ ἐνὶ βουλῇ, να βουλευτούν όντας συνάζουνταν οι Αργίτες για οι γερόντοι᾿
ἀλλ᾿ ἕνα θυμὸν ἔχοντε νόω καὶ ἐπίφρονι βουλῇ μια μόνο γνώμη οι δυο μας είχαμε, να πούμε στους Αργίτες
φραζόμεθ᾿ Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένοιτο. πως θα γινόταν το καλύτερο, με γνώση και με κρίση.
130 αὐτὰρ ἐπεὶ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, Μα πια του Πρίαμου σαν πατήσαμε το απόγκρεμο το κάστρο
βῆμεν δ᾿ ἐν νήεσσι, θεὸς δ᾿ ἐσκέδασσεν Ἀχαιούς, κι ένας θεός ανεμοσκόρπισε τ᾿ αργίτικα καράβια,
καὶ τότε δὴ Ζεὺς λυγρὸν ἐνὶ φρεσὶ μήδετο νόστον ήταν ο Δίας που διαλογίστηκε φαρμάκι να μας κάνει
Ἀργείοις, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι το γυρισμό᾿ τι όλοι δε φάνηκαν και γνωστικοί και δίκιοι
πάντες ἔσαν: τῶ σφεων πολέες κακὸν οἶτον ἐπέσπον γι᾿ αυτό πολλοί από την ανήμερη της τρανοκυρουδάτης
135 μήνιος ἐξ ὀλοῆς γλαυκώπιδος ὀβριμοπάτρης. γλαυκόματης θεάς τη μάνητα κακά απόλαψαν τέλη,
ἥ τ᾿ ἔριν Ἀτρεί̈δῃσι μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκε. που σήκωσε διχόνοια ανάμεσα στους δυο τους γιους του Ατρέα.
τὼ δὲ καλεσσαμένω ἀγορὴν ἐς πάντας Ἀχαιούς, Τους Αχαιούς αυτοί σε σύναξη μαζί εκαλνούσαν όλους,
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐς ἠέλιον καταδύντα, άπρεπα, αστόχαστα, σαν έγερνε πια να βουτήξει ο γήλιος,
οἱ ἦλθον οἴνῳ βεβαρηότες υἷες Ἀχαιῶν, κι οι γιοι των Αχαιών μαζώνουνταν πιωμένοι, ζαλισμένοι.
140 μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν. Κι εκείνοι έλεγαν τι τους ήθελαν και τους μονοσυνάξαν
ἔνθ᾿ ἤ τοι Μενέλαος ἀνώγει πάντας Ἀχαιοὺς πρώτα ο Μενέλαος σε όλους φώναζε τους Αχαιούς να πάρουν
νόστου μιμνήσκεσθαι ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης, στη ράχη την πλατιά της θάλασσας του γυρισμού τη στράτα'
οὐδ᾿ Ἀγαμέμνονι πάμπαν ἑήνδανε: βούλετο γάρ ῥα όμως αυτό στον Αγαμέμνονα δεν άρεσε καθόλου'
λαὸν ἐρυκακέειν ῥέξαι θ᾿ ἱερὰς ἑκατόμβας, να τους κρατήσει ακόμα γύρευε, θυσίες τρανές να κάνει,
145 ὡς τὸν Ἀθηναίης δεινὸν χόλον ἐξακέσαιτο, της Αθηνάς τον άγριο θέλοντας θυμό να μαλακώσει —
νήπιος, οὐδὲ τὸ ᾔδη, ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν: ο ανέμυαλος! κι ουδέ το κάτεχε πως δε θα τον ακούσει'
οὐ γάρ τ᾿ αἶψα θεῶν τρέπεται νόος αἰέν ἐόντων. τι εύκολα η γνώμη των αθάνατων θεών δε μεταλλάζει.
ὣς τὼ μὲν χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Έτσι εστεκόνταν, συναλλήλως τους βαριά πετώντας λόγια
ἕστασαν: οἱ δ᾿ ἀνόρουσαν ἐυκνήμιδες Ἀχαιοὶ εκείνοι οι δυο τους᾿ και πετάχτηκαν οι Αργίτες οι αντρειωμένοι
150 ἠχῇ θεσπεσίῃ, δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή. με αλαλητό βαρύ και χώρισαν στα δυο κι αυτών οι γνώμες.
νύκτα μὲν ἀέσαμεν χαλεπὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντες Τη νύχτα τούτη κοιμηθήκαμε κακά στο νου λογιώντας
ἀλλήλοις: ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο: ο ένας του άλλου, τι ο Δίας μας έριχνε σε παιδεμούς μεγάλους'
ἠῶθεν δ᾿ οἱ μὲν νέας ἕλκομεν εἰς ἅλα δῖαν σαν έφεξε, οι μισοί στη θάλασσα τραβούμε τα καράβια,
κτήματά τ᾿ ἐντιθέμεσθα βαθυζώνους τε γυναῖκας. και τις βαθύζωνες φορτώνουμε γυναίκες και τα κούρσα'
155 ἡμίσεες δ᾿ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο μένοντες μα το μισό στρατό τον κράτησαν να μείνει για την ώρα
αὖθι παρ᾿ Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν: στο γιο του Ατρέα τον Αγαμέμνονα κοντά, το στρατολάτη.
ἡμίσεες δ᾿ ἀναβάντες ἐλαύνομεν: αἱ δὲ μάλ᾿ ὦκα Οι άλλοι μπαρκάροντας κινήσαμε, κι αυτά γοργά αρμένιζαν,
ἔπλεον, ἐστόρεσεν δέ θεὸς μεγακήτεα πόντον. τι ένας θεός μπροστά μας έστρωνε τα τρίσβαθα πελάγη.
ἐς Τένεδον δ᾿ ἐλθόντες ἐρέξαμεν ἱρὰ θεοισ̂ν, Μόλις αράξαμε στην Τένεδο, για τους θεούς θυσίες
160 οἴκαδε ἱέμενοι: Ζεὺς δ᾿ οὔ πω μήδετο νόστον, προσφέραμε, να πάμε σπίτια μας᾿ μα ο Δίας δεν είχε ακόμα
σχέτλιος, ὅς ῥ᾿ ἔριν ὦρσε κακήν ἔπι δεύτερον αὖτις. συγκλίνει ο ανέσπλαχνος, μον᾿ άσκωσε κακιά ξανά διχόνοια.
οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας Άλλοι τα πλοία τα δραπανόγυρτα γυρνούν καί φεύγουν πίσω
ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα ἄνακτα δαί̈φρονα, ποικιλομήτην, με κεφαλή τον πολυμήχανο, λιοντόκαρδο Οδυσσέα,
αὖτις ἐπ᾿ Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι ἦρα φέροντες: ξανά τη χάρη του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να κάμουν.
165 αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηυσὶν ἀολλέσιν, αἵ μοι ἕποντο, Μα εγώ κινούσα με όλα τ᾿ άρμενα που μ᾿ είχαν ακλουθήξει,
φεῦγον, ἐπεὶ γίγνωσκον, ὃδὴ κακὰ μήδετο δαίμων. τι το 'βλεπα, ο θεός πως άμετρα μας μελετούσε πάθη.
φεῦγε δὲ Τυδέος υἱὸς ἀρήιος, ὦρσε δ᾿ ἑταίρους. Τραβούσε του Τυδέα κι ο αντρόκαρδος υγιός με τους συντρόφους.