Page 35 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 35

34




               255  ἦ τοι μὲν τάδε καὐτὸς ὀίεαι, ὥς κεν ἐτύχθη,   αν και μονάχος τα φαντάστηκες πως γίναν όλα ετούτα.
                    εἰ ζωόν γ᾿ Αἴγισθον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτετμεν   Αν ο ξανθός Μενέλαος φτάνοντας από της Τροίας τα μέρη
                    Ἀτρεί̈δης Τροίηθεν ἰών, ξανθὸς Μενέλαος:   θωρούσε ζωντανό τον Αίγιστο μπροστά του, να σωρώσουν
                    τῶ κέ οἱ οὐδὲ θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν,   πάνω στον τάφο του δε θ᾿ άφηνε χώμα χυτό, μονάχα
                    ἀλλ᾿ ἄρα τόν γε κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατέδαψαν   όρνια και σκύλοι θα τον σπάραζαν στον κάμπο πεταμένο,

               260   κείμενον ἐν πεδίῳ ἑκὰς ἄστεος, οὐδέ κέ τίς μιν   μακριά απ᾿ την πολιτεία, κι Αργίτισσα καμιά δε θα βρισκόταν
                    κλαῦσεν Ἀχαιιάδων: μάλα γὰρ μέγα μήσατο ἔργον.   να τόνε κλάψει, τέτοιες που 'βαλε φριχτές δουλειές στο νου του'
                    ἡμεῖς μὲν γὰρ κεῖθι πολέας τελέοντες ἀέθλους   τι όσο κει πέρα εμείς καθόμαστε και κάναμε περίσσιες
                    ἥμεθ': ὁ δ᾿ εὔκηλος μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο   αντραγαθιές, ετούτος ξέγνοιαστος στα αλογοθρόφο το Άργος
                    πόλλ᾿ Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον θέλγεσκ᾿ ἐπέεσσιν.   να ξελογιάσει του Αγαμέμνονα το ταίρι πολεμούσε.

               265                                         Εκείνη πρώτα τέτοιες άπρεπες δουλειές να κάμει αρνιόταν,
                    ἡ δ᾿ ἦ τοι τὸ πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς   τι η Κλυταιμήστρα ήταν αρχόντισσα και δίχως δόλο ο νους της.
                    δῖα Κλυταιμνήστρη: φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇσι:   Κι είχε έναν τραγουδάρη δίπλα της, που ο γιος του Ατρέα, πριν
                    πὰρ δ᾿ ἄρ᾿ ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ, ᾧ πόλλ᾿ ἐπέτελλεν   φύγει
                    Ἀτρεί̈δης Τροίηνδε κιὼν ἔρυσασθαι ἄκοιτιν.   στης Τροίας τα μέρη, να του γνοιάζεται το ταίρι είχε προστάξει.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν μοῖρα θεῶν ἐπέδησε δαμῆναι,
                                                           Μα σύντας των θεών την έδεσε πια η μοίρα κι υποτάχτη,

               270  δὴ τότε τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην   τον τραγουδάρη εκείνος έπιασε και σ᾿ ένα ρημονήσι
                    κάλλιπεν οἰωνοῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι,   των όρνιων να γενεί τον άφησε διαγούμισμα και κούρσος,
                    τὴν δ᾿ ἐθέλων ἐθέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε.   και πια θέλοντας του θέλοντας της στο σπίτι του την πήρε'
                    πολλὰ δὲ μηρί᾿ ἔκηε θεῶν ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,   και στους βωμούς τους άγιους έκαιγε πλήθος μεριά, και πλήθος
                    πολλὰ δ᾿ ἀγάλματ᾿ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε,   ταμένα στους θεούς μαλάματα κι ανυφαντά κρεμούσε'

               275  ἐκτελέσας μέγα ἔργον, ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ.    τι να τελέψει πια δεν το 'λπιζε τέτοια δουλειά μεγάλη.
                    «ἡμεῖς μὲν γὰρ ἅμα πλέομεν Τροίηθεν ἰόντες,   Ωστόσο εμείς μαζί αρμενίζαμε πίσω απ᾿ της Τροίας τα μέρη,
                    Ἀτρεί̈δης καὶ ἐγώ, φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν:   ο γιος του Ατρέα κι εγώ, και νιώθαμε να μας συσμίγει η αγάπη.
                    ἀλλ᾿ ὅτε Σούνιον ἱρὸν ἀφικόμεθ᾿, ἄκρον Ἀθηνέων,   Μα σύντας στο άγιο Σούνιο φτάσαμε, στον κάβο της Αθήνας,
                    ἔνθα κυβερνήτην Μενελάου Φοῖβος Ἀπόλλων   ο Φοίβος του Μενέλαου σκότωσε τον τιμονιέρη ξάφνου
               280  οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνε,   απόνετες σαγίτες ρίχνοντας, εκεί που αυτός ακόμα
                    πηδάλιον μετὰ χερσὶ θεούσης νηὸς ἔχοντα,   κρατούσε απ᾿ το καράβι που 'τρεχε στα χέρια του το διάκι —
                    Φρόντιν Ὀνητορίδην, ὃς ἐκαίνυτο φῦλ᾿ ἀνθρώπων   το Φρόντη, τον υγιό του Ονήτορα᾿ κανείς δεν κάτεχε άλλος
                    νῆα κυβερνῆσαι, ὁπότε σπέρχοιεν ἄελλαι.   να κυβερνάει καράβι κάλλιο του, σαν ξέσπαζε η φουρτούνα.
                    ὣς ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ᾿, ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο,   Κόβει ο Μενέλαος, όσο αν βιάζουνταν, το δρόμο του, ως να θάψει,
               285  ὄφρ᾿ ἕταρον θάπτοι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσειεν.   το σύντροφο του και στον τάφο του νεκροθυσίες να κάμει.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἰὼν ἐπὶ οἴνοπα πόντον   Μα όπως ξανά κινώντας διάβαινε το πέλαο το κρασάτο
                    ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι Μαλειάων ὄρος αἰπὺ   κι αντίκρυ στου Μαλιά τ᾿ απόγκρεμα βουνά γοργοπετούσαν
                    ἷξε θέων, τότε δὴ στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς   τα βαθουλά καράβια, του 'κλωσεν ο Δίας ο μακροβίγλης
                    ἐφράσατο, λιγέων δ᾿ ἀνέμων ἐπ᾿ ἀυτμένα χεῦε,   πικρό ταξίδι᾿ ξάφνου ξέχυσε στο πέλαο θεριεμένα,

               290  κύματά τε τροφέοντο πελώρια, ἶσα ὄρεσσιν.   σαν τα βουνά, πελώρια κύματα και σφουριχτούς ανέμους.
                    ἔνθα διατμήξας τὰς μὲν Κρήτῃ ἐπέλασσεν,   Εκεί στα δυο τους κόβει κι έριξε μισούς στην Κρήτη απάνω,
                    ἧχι Κύδωνες ἔναιον Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα.   στα μέρη που κρατούν οι Κύδωνες, στου Γιάρδανου τους όχτους.
                    ἔστι δέ τις λισσὴ αἰπεῖά τε εἰς ἅλα πέτρη   Είναι ένας βράχος στο περίγιαλο, κοφτός κι ορθός, στην άκρη
                    ἐσχατιῇ Γόρτυνος ἐν ἠεροειδέι πόντῳ:   της Γόρτυνας στο αχνό το πέλαγο, καί στο ζερβί του κάβο

               295  ἔνθα Νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ,   τρανά ο βοριάς αμπώθει κύματα προς της Φαιστός τα μέρη —
                    ἐς Φαιστόν, μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ᾿ ἀποέργει.   βράχος μικρός, μα αντέχει κύματα μεγάλα να τον δέρνουν.
                    αἱ μὲν ἄρ᾿ ἔνθ᾿ ἦλθον, σπουδῇ δ᾿ ἤλυξαν ὄλεθρον   Εκεί, σπρωγμένα από τα ρέματα, τσάκισαν τα καράβια
                    ἄνδρες, ἀτὰρ νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν   στα βράχια απάνω᾿ μόλις πρόφτασαν οι ναύτες να γλιτώσουν.
   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39   40