Page 38 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 38
37
385 Με τέτοια λόγια εκείνος δέουνταν, και σύγκλινε η Παλλάδα᾿
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη.
κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας — πίσω οι γαμπροί κι οι γιοί
τοῖσιν δ᾿ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
του—
υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν, ἑὰ πρὸς δώματα καλά.
πήραν το δρόμο στο παλάτι τους ν᾿ ανέβουν το πανώριο.
ἀλλ᾿ ὅτε δώμαθ᾿ ἵκοντο ἀγακλυτὰ τοῖο ἄνακτος,
Και σύντας φτάσαν πια στο ξακουστό του βασιλιά παλάτι,
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε:
αράδα πάνω σε καθίσματα και σε θρονιά καθίσαν.
390 τοῖς δ᾿ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Και τότε ο Νέστορας για χάρη τους συγκέρναε σε κροντήρι
οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ κρασί γλυκόπιοτο᾿ του το άνοιξε στα έντεκα χρόνια απάνω
ὤιξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε: τώρα η κελάρισσα ξεσφίγγοντας την κεφαλόδεσή του.
τοῦ ὁ γέρων κρητῆρα κεράσσατο, πολλὰ δ᾿ Ἀθήνῃ Τούτο ως συγκέρασεν ο γέροντας, κάνει σπονδή κι ευχόταν
εὔχετ᾿ ἀποσπένδων, κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο. στην Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα'
395 αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιον θ᾿, ὅσον ἤθελε θυμός, και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους όσο η καρδιά ποθούσε,
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος, ευτύς κίνησαν για το σπίτι του καθένας να πλαγιάσει.
τὸν δ᾿ αὐτοῦ κοίμησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, Μα του Οδυσσέα του αρχοντογέννητου τον άξιο γιο κει πέρα
Τηλέμαχον, φίλον υἱὸν Ὀδυσσῆος θείοιο, ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας σε καλοτρυπημένη
τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ, κλίνη τον κοίμισε, στο αχόλαλο το σκεπαστό του μέσα'
400 πὰρ᾿ δ᾿ ἄρ᾿ ἐυμμελίην Πεισίστρατον, ὄρχαμον κι έβαλε πλάι του τον Πεισίστρατο τον αντρειανό να πέσει,
ἀνδρῶν, που από τους γιους του ακόμα ανύπαντρος καθόταν στο παλάτι'
ὅς οἱ ἔτ᾿ ἠίθεος παίδων ἦν ἐν μεγάροισιν: ατός του στου αψηλού κοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
αὐτὸς δ᾿ αὖτε καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο, εκεί που του᾿ στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.
τῷ δ᾿ ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν. Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
405 ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφι Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας από την κλίνη ασκώθη,
ἐκ δ᾿ ἐλθὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισιν, κι ως βγήκεν έξω, πήγε κι έκατσε στα μαγλινά πεζούλια,
οἵ οἱ ἔσαν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων, που ήταν χτισμένα απ᾿ έξω απ᾿ τις ψηλές του παλατιού του πόρτες
λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος: οἷς ἔπι μὲν πρὶν κάτασπρα, κι απ᾿ το λάδι. ξάστραφταν᾿ σε τούτα κι ο Νηλέας
Νηλεὺς ἵζεσκεν, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος: παλιά εκαθόταν, που σοζύγιαζε με των θεών ο νους του.
410 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει, Μα αυτόν τον είχε πάρει ο θάνατος κι είχε διαβεί στον Άδη.
Νέστωρ αὖ τότ᾿ ἐφῖζε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν, Εκεί καθόταν τώρα ο Νέστορας, των Αχαιών ο πύργος,
σκῆπτρον ἔχων. περὶ δ᾿ υἷες ἀολλέες ἠγερέθοντο κρατώντας το βασιλοράβδι του᾿ τρογύρα εμαζωχτήκαν
ἐκ θαλάμων ἐλθόντες, Ἐχέφρων τε Στρατίος τε όλοι του οι γιοί, την κλίνη αφήνοντας, ο Στράτης κι ο Περσέας
Περσεύς τ᾿ Ἄρητός τε καὶ ἀντίθεος Θρασυμήδης. κι ο Εχέφρονας, ξοπίσω κι ο Άρητος κι ο ισόθεος Θρασυμήδης'
415 τοῖσι δ᾿ ἔπειθ᾿ ἕκτος Πεισίστρατος ἤλυθεν ἥρως, στερνός εσίμωσε ο Πεισίστρατος᾿ φέραν μετά και βάλαν
πὰρ δ᾿ ἄρα Τηλέμαχον θεοείκελον εἷσαν ἄγοντες. και το θεόμορφο Τηλέμαχο να κάτσει στο πλευρό του'
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ: κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας το λόγο επήρε πρώτος:
«καρπαλίμως μοι, τέκνα φίλα, κρηήνατ᾿ ἐέλδωρ, «Παιδιά μου αγαπημένα, γρήγορα να γένει η πεθυμιά μου,
ὄφρ᾿ ἦ τοι πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ᾿ Ἀθήνην, για να γλυκάνω απ᾿ τους αθάνατους την Αθηνά πιο πρώτα,
420 ἥ μοι ἐναργὴς ἦλθε θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν. που πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου στο θείο λαμπρό τραπέζι.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ὁ μὲν πεδίονδ᾿ ἐπὶ βοῦν, ἴτω, ὄφρα τάχιστα Ομπρός, ας πάει στον κάμπο κάποιος σας για τη δαμάλα, να 'ρθει
ἔλθῃσιν, ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ: μιαν ώρα αρχύτερα, κι ως έρχεται, να τη λαλεί ο βουκόλος.
εἷς δ᾿ ἐπὶ Τηλεμάχου μεγαθύμου νῆα μέλαιναν Άλλος στου αντρόκαρδου Τηλέμαχου το μελανό καράβι
πάντας ἰὼν ἑτάρους ἀγέτω, λιπέτω δὲ δύ᾿ οἴους: να πάει να φέρει τους συντρόφους του, και δυο ν᾿ αφήσει μόνο.
425 εἷς δ᾿ αὖ χρυσοχόον Λαέρκεα δεῦρο κελέσθω Το χρυσικό Λαέρκη κάποιος σας ακόμα να φωνάξει,
ἐλθεῖν, ὄφρα βοὸς χρυσὸν κέρασιν περιχεύῃ. να χύσει μάλαμα στα κέρατα τρογύρα της δαμάλας.
οἱ δ᾿ ἄλλοι μένετ᾿ αὐτοῦ ἀολλέες, εἴπατε δ᾿ εἴσω Οι επίλοιποι κοντά μου μείνετε, και μες στο αρχοντικό μας