Page 43 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 43
42
Κύπρον Φοινίκην τε καὶ Αἰγυπτίους ἐπαληθείς, Παράδειρα μαθές στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στη Φοινίκη·
Αἰθίοπάς θ᾿ ἱκόμην καὶ Σιδονίους καὶ Ἐρεμβοὺς και στους Αιθίοπες κάποτε έφτασα, στων Σιδονίων τη χώρα,
85 καὶ Λιβύην, ἵνα τ᾿ ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι. στους Ερεμβούς, κι εκεί που κέρατα στ᾿ αρνιά μεμιάς φυτρώνουν,
τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν. στους Λίβυες- τρεις φορές τα πρόβατα γεννούν εδώ το χρόνο.
ἔνθα μὲν οὔτε ἄναξ ἐπιδευὴς οὔτε τι ποιμὴν Απ᾿ το βοσκό ποτέ δεν έλειψαν μηδέ κι απ᾿ τον αφέντη.
τυροῦ καὶ κρειῶν οὐδὲ γλυκεροῖο γάλακτος, τα κρέατα, το τυρί, δεν έλειψε και το γλυκό το γάλα,
ἀλλ᾿ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι. μόνο τους δίνουν γάλα αδιάκοπα ν᾿ αρμέγουν και να πίνουν.
90 ἧος ἐγὼ περὶ κεῖνα πολὺν βίοτον συναγείρων Μα όσον εγώ καιρό παράδερνα στα ξένα εκεί και πλούτη
ἠλώμην, τῆός μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν μάζευα πλήθος, άλλος σκότωνε τον αδερφό μου εμένα
λάθρῃ, ἀνωιστί, δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο: κρυφά, ανεπάντεχα, απ᾿ της άνομης γυναίκας του το δόλο.
ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω. Γι᾿ αυτό καθόλου δεν το χαίρουμαι που τόσο βιος ορίζω.
καὶ πατέρων τάδε μέλλετ᾿ ἀκουέμεν, οἵ τινες ὑμῖν Όμως αυτά θα τα 'χετε ακουστά κι απ᾿ τους γονιούς σας,
95 και να 'ναι, τι έχω σύρει βάσανα πολλά᾿ μου το ρήμαξαν
εἰσίν, ἐπεὶ μάλα πολλὰ πάθον, καὶ ἀπώλεσα οἶκον το σπιτικό το καλοκάμωτο, με βιος βαρύ και πλήθιο.
εὖ μάλα ναιετάοντα, κεχανδότα πολλὰ καὶ ἐσθλά. Μα άμποτε να 'χα το 'να τρίτο του και να περνώ με τούτο,
ὧν ὄφελον τριτάτην περ ἔχων ἐν δώμασι μοῖραν και να᾿ ταν ζωντανοί οι συντρόφοι μου, που τη ζωή τους χάσαν
ναίειν, οἱ δ᾿ ἄνδρες σόοι ἔμμεναι, οἳ τότ᾿ ὄλοντο
μακριά από το Άργός τ᾿ αλογόθροφο, στης Τροίας τους κάμπους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
πέρα.
100 Για όλους αυτούς αλήθεια μύρουμαι και βαριαναστενάζω
ἀλλ᾿ ἔμπης πάντας μὲν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων
στο αρχοντικό μου εδώ καθούμενος, συχνά στο νου ως τους
πολλάκις ἐν μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν
φέρνω,
ἄλλοτε μέν τε γόῳ φρένα τέρπομαι, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε
και πότε κλαίγοντας ξανάσαση να βρω ζητώ και πότε
παύομαι: αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο.
τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ, σκολάζω᾿ γρήγορα χορταίνουμε μαθές τον κρύο το θρήνο.
Ομως γι'αυτους βαριά κι αν θλίβουμαι, δε μου κοστίζει τόσο
105 ὡς ἑνός, ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν ως για τον έναν, που όταν μου 'ρχεται στο λογισμό, μηδ᾿ ύπνο
μνωομένῳ, ἐπεὶ οὔ τις Ἀχαιῶν τόσσ᾿ ἐμόγησεν, μηδέ φαγί πια τότε χαίρουμαι· γιατί κανείς Αργίτης
ὅσσ᾿ Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο. τῷ δ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλεν δεν τράβηξε ποτέ όσα τράβηξε και μόχτησε ο Οδυσσέας.
αὐτῷ κήδε᾿ ἔσεσθαι, ἐμοὶ δ᾿ ἄχος αἰὲν ἄλαστον Του 'γραψε εκείνου η μοίρα βάσανα, και μένα τον καημό του
κείνου, ὅπως δὴ δηρὸν ἀποίχεται, οὐδέ τι ἴδμεν, αλάγιαστο, κι ουδέ κατέχουμε, τόσον καιρό που λείπει,
110 ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκεν. ὀδύρονταί νύ που αὐτὸν αν είναι στη ζωή για αν πέθανε· τον κλαιν για πεθαμένο
Λαέρτης θ᾿ ὁ γέρων καὶ ἐχέφρων Πηνελόπεια ακούω κι η Πηνελόπη η φρόνιμη κι ο γιος, που τον αφήκε
Τηλέμαχός θ᾿, ὃν ἔλειπε νέον γεγαῶτ᾿ ἐνὶ οἴκῳ.» μωρό νιογέννητο, ο Τηλέμαχος, κι ο γέροντας Λαέρτης.»
ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἄρα πατρὸς ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο. Είπε, και τον καημό του φούντωσε στα στήθη για τον κύρη,
δάκρυ δ᾿ ἀπὸ βλεφάρων χαμάδις βάλε πατρὸς κι ακούοντας τ᾿ όνομά του ανάσκωσε το πορφυρό μαντί του
ἀκούσας,
115 χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾿ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχὼν μπροστά στα μάτια με τα χέρια του, κι αφήκε να κυλήσουν
ἀμφοτέρῃσιν χερσί. νόησε δέ μιν Μενέλαος, τα δάκρυα κάτω᾿ κι ως τον ένιωσε ξάφνου ο Μενέλαος, πήρε
μερμήριξε δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, κι αναρωτιόταν μες στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του —
ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι να τον προσμένει τον πατέρα του να μαρτυρήσει μόνος,
ἦ πρῶτ᾿ ἐξερέοιτο ἕκαστά τε πειρήσαιτο. για αυτός να κάνει αρχή ρωτώντας τον και δοκιμάζοντας τον;
120 ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του και στην καρδιά του, βγήκε
ἐκ δ᾿ Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο η Ελένη απ᾿ τον αψηλοτάβανο, το μοσκοβολισμένο
ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐικυῖα. γυναικωνίτη, όμοια στην Άρτεμη τη χρυσοδοξαρούσα.
τῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν, Θρονί μπροστά της καλοκάμωτο της βάζει η Αδρήστη η βάγια,
Ἀλκίππη δὲ τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο, κι η Αλκίππη ένα κιλίμι μάλλινο, στα μαλακά να κάτσει'