Page 48 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 48

47




                    ὣς ἔφατ᾿, Ἀργείη δ᾿ Ἑλένη δμῳῇσι κέλευσεν   Είπε, κι ευτύς η Ελένη η αργίτισσα στο σκεπαστό προστάζει
                    δέμνι᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ   να στήσουν δυο κλινάρια οι δούλες της, και πορφυρά να βάλουν
                    πορφύρε᾿ ἐμβαλέειν στορέσαι τ᾿ ἐφύπερθε τάπητας,  πανέμορφα στρωσίδια, πάνω τους ν᾿ απλώσουν αντρομίδες,
                    χλαίνας τ᾿ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.   κι ολόσγουρες φλοκάτες έπειτα, να τυλιχτούνε μέσα.

               300  αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,   Κι εκείνες βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια᾿
                    δέμνια δὲ στόρεσαν: ἐκ δὲ ξείνους ἄγε κῆρυξ.   κι ως τα κλινάρια εστρώσαν, έφτασε κι ο κράχτης με τους ξένους.
                    οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο,   Σε λίγο μπρος στο σπίτι, στης αυλής το σκεπαστό κοιμόνταν
                    Τηλέμαχός θ᾿ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός:   ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος· ωστόσο
                    Ἀτρεί̈δης δὲ καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,   κι ο γιος του Ατρέα στη μέσα κάμαρα του παλατιού κοιμόταν,

               305  πὰρ δ᾿ Ἑλένη τανύπεπλος ἐλέξατο, δῖα γυναικῶν.   κι η ωριομαντούσα Ελένη δίπλα του, των γυναικών το θάμα.
                    ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφι βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος   ο βροντερόφωνος πετάχτηκε Μενέλαος απ᾿ την κλίνη,
                    εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ,   κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
                    ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,   και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾿ αστραφτερά του πόδια'

               310  βῆ δ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην,   μετά κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη,
                    Τηλεμάχῳ δὲ παρῖζεν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:  κι έκατσε δίπλα στον Τηλέμαχο κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ᾿ ἤγαγε, Τηλέμαχ᾿ ἥρως,   «Τηλέμαχε αντρειανέ, ποια σ᾿ έφερεν ανάγκη εδώ, στη θεία
                    ἐς Λακεδαίμονα δῖαν, ἐπ᾿ εὐρέα νῶτα θαλάσσης;   τη Λακεδαίμονα, στης θάλασσας την πλατιά ράχη απάνω;
                    δήμιον ἦ ἴδιον; τόδε μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»    Δικό σου η του λαού σου θέλημα; την πάσα αλήθεια πες μου!»

               315  ὣτὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,   «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
                    ἤλυθον, εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρὸς ἐνίσποις.   ήρθα να μάθω για τον κύρη μου μην έχεις κάτι ακούσει·
                    ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα,   μου τρώνε τις σοδειές, μου ρήμαξαν τα καρπερά χωράφια,
                    δυσμενέων δ᾿ ἀνδρῶν πλεῖος δόμος, οἵ τέ μοι αἰεὶ   το σπίτι μας οχτρούς εγέμισε, που αδιάκοπα μου σφάζουν

               320  μῆλ᾿ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς,   τα πρόβατα και τα στριφτόκερα, στριφτόζαλά μου βόδια —
                    μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες.   όλοι τους άνομοι, ξαδιάντροποι, της μάνας μου οι μνηστήρες.
                    τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ᾿ ἱκάνομαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα  Γι αυτό και φτάνω εδώ, στα γόνατα να σου προσπέσω, αν θέλεις
                    κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν, εἴ που ὄπωπας   το μαύρο του χαμό να μου 'λεγες, με τα δικά σου μάτια
                    ὀφθαλμοῖσι τεοῖσιν ἢ ἄλλου μῦθον ἄκουσας   αν τον αντίκρισες, για αν άκουσες λόγο αλλουνού, που κόσμο

               325  πλαζομένου: περὶ γάρ μιν ὀιζυρὸν τέκε μήτηρ.   είχε γυρίσει, τι η μητέρα του τρισάμοιρο τον γέννα.
                    μηδέ τί μ᾿ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ᾿ ἐλεαίρων,   Μα από συμπόνεση στα πάθη μου τα λόγια μη γλυκάνεις,
                    ἀλλ᾿ εὖ μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.   μόνο όπως τα 'δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μου τα.
                    λίσσομαι, εἴ ποτέ τοί τι πατὴρ ἐμός, ἐσθλὸς   Ο κύρης μου, ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος, αν σου 'χε τάξει κάτι
                    Ὀδυσσεὺς                              στων Τρωών τη χώρα, εκεί που βάσανα τραβήξατε περίσσια
                    ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε
               330  δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾿ Ἀχαιοί,   οι Αργίτες όλοι, και σ'το τέλεψε με λόγια για με πράξη,
                    τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες.»   αυτά, παρακαλώ, θυμήσου τα και την αλήθεια πες μου.»
                    τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέθη ξανθὸς Μενέλαος:   Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε βαριά κι απηλογήθη:
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν   «Πω πω, σε τίνος λιονταρόκαρδου την κλίνη αντρός αλήθεια
                    εὐνῇ                                  θέλησαν να πλαγιάσουν άνθρωποι δειλοί και τιποτένιοι!
                    ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες αὐτοὶ ἐόντες.

               335  ὡς δ᾿ ὁπότ᾿ ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο λέοντος   Πως μια αλαφίνα λιόντα ανήμερου πατάει τα δασοτόπια,
                    νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς   τα νιόγεννά της βυζανιάρικα λαφάκια να κοιμίσει,
                    κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα   και ξεκινάει μετά γυρεύοντας τροφή στα καταράχια
                    βοσκομένη, ὁ δ᾿ ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν,   και στα χλωρά φαράγγια᾿ κι άξαφνα στην κοίτη του γυρνώντας
   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53