Page 50 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 50

49




                    «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:   Είπα, κι ευτύς η πολυσέβαστη θεά μου απηλογήθη:
                    ‘τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.   ,, Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε:
                    πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων ἅλιος νημερτὴς   Κάποιος εδώ θαλασσογέροντας συχνόρχεται, ο Πρωτέας

               385  ἀθάνατος Πρωτεὺς Αἰγύπτιος, ὅς τε θαλάσσης   ο αιγύπτιος, άσφαλτος, αθάνατος, που τους βυθούς κατέχει
                    πάσης βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνος ὑποδμώς:   του κάθε πέλαου και στη δούλεψη του Ποσειδώνα στέκει·
                    τὸν δέ τ᾿ ἐμόν φασιν πατέρ᾿ ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσθαι.   και λένε πως αυτός με γέννησε κι είναι δικός μου κύρης.
                    τόν γ᾿ εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι,   Αν μπόρειες τώρα εσύ να του 'στηνες καρτέρι, να τον πιάσεις'
                    ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου   το δρόμο λέω θα σου φανέρωνε, της στράτας σου το μάκρος,

               390  νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.   και πως θα διάγερνες στη θάλασσα την ψαροθρόφα απάνω.
                    καὶ δέ κέ τοι εἴπῃσι, διοτρεφές, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα,   Ο ίδιος ακόμα, αρχοντογέννητε, θα σου 'λεγε, αν το θέλεις,
                    ὅττι τοι ἐν μεγάροισι κακόν τ᾿ ἀγαθόν τε τέτυκται   ό,τι έχει γίνει μες στο σπίτι σου, καλό - κακό, από τότε
                    οἰχομένοιο σέθεν δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.’   που εσύ για το μακρύ και δύσκολο ξεκίνησες ταξίδι."
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:

               395  ‘αὐτὴ νῦν φράζευ σὺ λόχον θείοιο γέροντος,   ,, Δείξε μου εσύ του θείου του γέροντα πως θα 'ναι το καρτέρι'
                    μή πώς με προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς ἀλέηται:   μπορεί νογώντας με ή θωρώντας με πιο πριν να μου ξεφύγει"
                    ἀργαλέος γάρ τ᾿ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι.’    θεός από θνητού είναι δύσκολο να δαμαστεί τα χέρια."
                    «ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμείβετο δῖα θεάων:   Είπα, κι ευτύς η πολυσέβαστη θεά μου απηλογήθη:
                    ‘τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.   ,, Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε᾿

               400  ἦμος δ᾿ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ,   κάθε φορά που τα μεσούρανα πατήσει ο γήλιος, βγαίνει
                    τῆμος ἄρ᾿ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς   ο αλάθευτος θαλασσογέροντας απ᾿ το γιαλό, κρυμμένος,
                    πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς,   στο μαύρο ανώτριχο της θάλασσας, που ο Ζέφυρος σηκώνει,
                    ἐκ δ᾿ ἐλθὼν κοιμᾶται ὑπὸ σπέσσι γλαφυροῖσιν:   και σε βαθιές κοιμάται βγαίνοντας σπηλιές· και πλήθος φώκιες,
                    ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης   οι θυγατέρες της πεντάμορφης Θαλασσοκόρης, βγαίνουν

               405  ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,   απ᾿ το ψαρί γιαλό και γύρα του κοιμούνται αραδιασμένες,
                    πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν.   και μυρωδιά από τον πολύβαθο γιαλό πικρή αναδίνουν.
                    ἔνθα σ᾿ ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν   Εκεί λοιπόν εγώ οδηγώντας σε, μόλις χαράξει, δίπλα
                    εὐνάσω ἑξείης: σὺ δ᾿ ἐὺ κρίνασθαι ἑταίρους   θα σε πλαγιάσω᾿ καλοδιάλεξε και συ τους συντρόφους σου,
                    τρεῖς, οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐυσσέλμοισιν ἄριστοι.   μονάχα τρεις, στα καλοκούβερτα τα πλοία τους πιο αντρειωμένους.

               410  πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια τοῖο γέροντος.   Και τώρα θα σου πω του γέροντα τις πονηράδες όλες:
                    φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν:   Σα βγει απ᾿ τα κύματα, τις φώκιες του θα τις μετρήσει πρώτα,
                    αὐτὰρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται ἠδὲ ἴδηται,   και σαν τις δεί και λογαριάζοντας τις βρει σωστές, θα γείρει,
                    λέξεται ἐν μέσσῃσι νομεὺς ὣς πώεσι μήλων.   σαν το βοσκό με τα κοπάδια του, να πέσει αναμεσό τους.
                    τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτα κατευνηθέντα ἴδησθε,   Κι όταν τον δείτε πια πως πλάγιασε κι ύπνος βαθύς τον πήρε,

               415  καὶ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε,   χιμώντας με καρδιά και δύναμη κρατάτε τον μη φύγει,
                    αὖθι δ᾿ ἔχειν μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι.   όσο κι αν δέρνεται, όσο πάλεμα κι αν κάνει να γλιτώσει.
                    πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ᾿ ἐπὶ γαῖαν   Είδη θ᾿ άλλάξει δοκιμάζοντας κάθε λογής απ᾿ ό,τι
                    ἑρπετὰ γίγνονται, καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ:   σέρπει στη γης, θα γένει αδάμαστη φωτιά, νερό θα γένει᾿
                    ὑμεῖς δ᾿ ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν.   όμως εσείς κρατάτε ακούραστα και πιο στριμώχνετε τον.

               420  ἀλλ᾿ ὅτε κεν δή σ᾿ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι,   Μονάχα την παλιά την όψη του ξανά σαν πάρει, κι είναι
                    τοῖος ἐὼν οἷόν κε κατευνηθέντα ἴδησθε,   καθώς τον είδατε που πλάγιαζε, και σας ρωτάει, σταθείτε
                    καὶ τότε δὴ σχέσθαι τε βίης λῦσαί τε γέροντα,   και λευτερώστε πια το γέροντα και μην τον τυραννάτε.
                    ἥρως, εἴρεσθαι δέ, θεῶν ὅς τίς σε χαλέπτει,   Και τότε ρώτα τον ποιος θύμωσε θεός μαζί σου, ρήγα,
                    νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.’   και πως την ψαροθρόφα θάλασσα περνώντας θα γυρίσεις.

               425  «ὣς εἰποῦσ᾿ ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα.   Είπε, και βούτηξε στη θάλασσα την πολυκυματούσα'
   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55