Page 46 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 46
45
υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους. και να 'χει γιους περίσσια φρόνιμους και πρώτους στο κοντάρι!
ἡμεῖς δὲ κλαυθμὸν μὲν ἐάσομεν, ὃς πρὶν ἐτύχθη, Λοιπόν το θρήνο πια ας σχολάσουμε που 'χαμε στήσει ως τώρα,
δόρπου δ᾿ ἐξαῦτις μνησώμεθα, χερσὶ δ᾿ ἐφ᾿ ὕδωρ κι ας μην ξεχνάμε πως δειπνούσαμε. Να 'ρθοϋν και να μας χύσουν
χευάντων. μῦθοι δὲ καὶ ἠῶθέν περ ἔσονται νερό στα χέρια! Κι όσες έχουμε κουβέντες μεταξύ μας
215 Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοὶ διαειπέμεν ἀλλήλοισιν.» εγώ να πούμε κι ο Τηλέμαχος, τις λέμε και σα φέξει.»
ὣς ἔφατ᾿, Ἀσφαλίων δ᾿ ἄρ ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευεν, Αυτά είπε, κι ο Ασφαλίωνας έχυνε, τα χέρια τους να πλύνουν,
ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο. του ξακουστού Μενέλαου πρόθυμο παιδόπουλο᾿ κι εκείνοι
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. στα που 'χαν ετοιμάσει αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησ᾿ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα: Και τότε η Ελένη άλλα στοχάστηκε, του γιου του Κρόνου η κόρη·
220 αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν,
νηπενθές τ᾿ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων. ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας·
ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη, μες στο κροντήρι σαν το σύσμιγαν και το 'πινε κανένας,
οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν, απ᾿ την αυγή ως το βράδυ θα 'μενε με αδάκρυτα τα μάτια,
οὐδ᾿ εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε, ακόμα κι αν τυχόν του πέθαιναν μητέρα και πατέρας,
225 οὐδ᾿ εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν το γιο του ακόμα για το αδέρφι του μπροστά του εκεί αν σκότωναν
χαλκῷ δηιόῳεν, ὁ δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο. με το χαλκό, και με τα μάτια του τα ίδια θωρούσε εκείνος.
τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα, Τέτοιας λογής βοτάνια φύλαγε θαματουργά η Ελένη,
ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις ξαρρωστικά᾿ τα 'χε απ᾿ την Αίγυπτο, της Πολυδάμνας δώρο,
Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα της γυναικός του Θώνα᾿ αρίφνητα φυτρώνει η γης κει πέρα,
230 φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα πολλὰ δὲ μισά ξαρρωστικά, αξεδιάλεχτα, μισά φαρμακωμένα.
λυγρά: Εκεί γιατρός είναι καθένας τους, και τους ανθρώπους όλους
ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων περνούν στην τέχνη αυτή, τι η φύτρα τους απ᾿ τον Παιήονα σέρνει.
ἀνθρώπων: ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης. Κι ως τότε το 'ριξε και πρόσταξε κρασί να τους κεράσουν,
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι, ξαναδευτέρωσε τα λόγια της κι αυτά τους συντυχαίνει:
ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν:
235 «Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, και σεις από αντρειωμένους
ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες: ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ γονιούς παιδιά, ο θεός στον άνθρωπο τη μια αγαθά μοιράζει,
Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ: δύναται γὰρ ἅπαντα: ο Δίας, την άλλη πάλι βάσανα, τι δύνεται τα πάντα.
ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι Μα τώρα τρώτε και καθούμενοι φραθείτε την κουβέντα
καὶ μύθοις τέρπεσθε: ἐοικότα γὰρ καταλέξω. μες στο παλάτι μας· πρεπούμενο να πω λογιάζω κάτι:
240 Όλα γραμμή τ᾿ αντραγαθήματα που τέλεψε ο Οδυσσέας
πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω,
ο καρτερόψυχος δε γίνεται να πω και ν᾿ αραδιάσω᾿
ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι:
ένα μονάχα που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος
ἀλλ᾿ οἷον τόδ᾿ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
στων Τρωών τη χώρα, εκεί που σέρνατε βαριούς οι Αργίτες
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ᾿ Ἀχαιοί.
μόχτους:
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας,
Ατός του πήρε και κακούργησε μια μέρα το κορμί του,
245 σπεῖρα κάκ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοισι βαλών, οἰκῆι ἐοικώς, τους ώμους με κουρέλια τύλιξε, να δείχνει δούλος, κι έτσι
ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν: στο κάστρο εχώθη των αντίμαχων με τις φαρδιές τις ρούγες.
ἄλλῳ δ᾿ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤισκε, Καθώς παράλλαξε την όψη του, ζητιάνος έλεες είναι,
δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν. τέτοιον καθόλου κι ας μη θύμιζε στ᾿ αργίτικα καράβια.
τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ᾿ ἀβάκησαν Έτσι στων Τρωών το κάστρο εχώθηκε και γέλασε τους άλλους·
250 πάντες: ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα, εγώ μονάχα τον κατάλαβα, κι ας ήταν αλλαγμένος,
καί μιν ἀνηρώτων: ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν. όμως με τέχνη εκείνος ξέφευγε στ᾿ ανερωτήματά μου.
ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ, Μόνο σαν πήρα και τον έλουσα, τον μύρωσα με λάδι
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον και ρούχα καθαρά του εφόρεσα κι όρκο τρανόν επήρα,