Page 44 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 44
43
125 Φυλὼ δ᾿ ἀργύρεον τάλαρον φέρε, τόν οἱ ἔθηκεν μετά η Φυλώ ένα ασημοπάνερο της φέρνει, απ᾿ του Πόλυβου
Ἀλκάνδρη, Πολύβοιο δάμαρ, ὃς ἔναι᾿ ἐνὶ Θήβῃς το ταίρι, την Αλκάντρα, χάρισμα, που στην αιγύπτια ζούσε
Αἰγυπτίῃς, ὅθι πλεῖστα δόμοις ἐν κτήματα κεῖται: τη Θήβα, εκεί όπου βιος αρίφνητο το κάθε σπίτι κρύβει.
ὃς Μενελάῳ δῶκε δύ᾿ ἀργυρέας ἀσαμίνθους, δυο του Μενέλαου κείνος χάρισε λουτήρες ασημένιους,
δοιοὺς δὲ τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα. τριπόδια δυο και δέκα τάλαντα χρυσάφι· χώρια πάλε
130 χωρὶς δ᾿ αὖθ᾿ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα: η Ελένη δώρα απ᾿ τη γυναίκα του πανώρια δέχτηκε άλλα:
χρυσέην τ᾿ ἠλακάτην τάλαρόν θ᾿ ὑπόκυκλον χρυσή αλακάτη της εχάρισε κι ένα αργυρό πανέρι
ὄπασσεν με ρόδες, που το ακροσειράδωναν μαλαματένια χείλια.
ἀργύρεον, χρυσῷ δ᾿ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο. Αυτό ήταν που η Φυλώ της έφερεν η παρακόρη τότε,
τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα γεμάτο από κλωσμένα γνέματα, και στην κορφή θωρούσες
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον: αὐτὰρ ἐπ᾿ αὐτῷ
135 ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα. την αλακάτη που 'χε πάνω της μαλλί μενεξεδένιο.
ἕζετο δ᾿ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν. Μόλις εκάθισε κι ακούμπησε τα πόδια στο προσκάμνι,
αὐτίκα δ᾿ ἥ γ᾿ ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα: η Ελένη γύρισε στον άντρα της και τον ψιλορωτούσε:
«ἴδμεν δή, Μενέλαε διοτρεφές, οἵ τινες οἵδε «Αλήθεια, ξέρουμε, αρχοντόγεννε Μενέλαε, τούτοι οι δυο τους,
ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ; που φτάσαν τώρα στο παλάτι μας, ποιοι πέτουνται πως είναι'
140 ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; κέλεται δέ με θυμός. Σωστά μιλώ για μη γελάστηκα; μα να μιλήσω θέλω:
οὐ γάρ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι Ποτέ μήτε άντρα εγώ δε γνώρισα μήτε γυναίκα ως τώρα
οὔτ᾿ ἄνδρ᾿ οὔτε γυναῖκα, σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωσαν, να μοιάζει τόσο με άλλον άνθρωπο — σαστίζω που τον βλέπω'—
ὡς ὅδ᾿ Ὀδυσσῆος μεγαλήτορος υἷι ἔοικε, καθώς αυτός με τον Τηλέμαχο, το γιο του ψυχωμένου
Τηλεμάχῳ, τὸν ἔλειπε νέον γεγαῶτ᾿ ἐνὶ οἴκῳ μοιάζει Οδυσσέα, που εκείνος αφήκε μωρό παιδί στο σπίτι,
145 κεῖνος ἀνήρ, ὅτ᾿ ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ᾿ Ἀχαιοὶ σύντας οι Αργίτες ξεκινούσατε γι᾿ άγρια σφαγή πολέμου
ἤλθεθ᾿ ὑπὸ Τροίην πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες.» κάτω απ᾿ την Τροία για της αδιάντροπης εμένα το χατίρι.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος: Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
«οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, γύναι, ὡς σὺ ἐίσκεις: «Τώρα που πρώτη τον απείκασες, κι εγώ νογώ ποιος είναι,
κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες γυναίκα᾿ τέτοια ήταν τα πόδια του, τέτοια τα χέρια εκείνου,
150 ὀφθαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ᾿ ἐφύπερθέ τε χαῖται. και των ματιών του τ᾿ αστραπόφεγγο κι η κεφαλή κι η κόμη.
καὶ νῦν ἦ τοι ἐγὼ μεμνημένος ἀμφ᾿ Ὀδυσῆι Κι όταν λίγη ώρα πριν θυμήθηκα τον Οδυσσέα και πήρα
μυθεόμην, ὅσα κεῖνος ὀιζύσας ἐμόγησεν ν᾿ αναθιβάνω πόσα ετράβηξε για μένα πάθη εκείνος,
ἀμφ᾿ ἐμοί, αὐτὰρ ὁ πικρὸν ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυον μπροστά στα μάτια τούτος σήκωσε το πορφυρό μαντί του
εἶβε, κι αφήκε κάτω από τα βλέφαρα πυκνά να τρέξουν δάκρυα.»
χλαῖναν πορφυρέην ἄντ᾿ ὀφθαλμοῖιν ἀνασχών.»
155 τὸν δ᾿ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
κείνου μέν τοι ὅδ᾿ υἱὸς ἐτήτυμον, ὡς ἀγορεύεις: τούτος εδώ είναι, ως τον μελέτησες, ο γιος εκείνου αλήθεια·
ἀλλὰ σαόφρων ἐστί, νεμεσσᾶται δ᾿ ἐνὶ θυμῷ μα δεν του λείπει η γνώση κι άπρεπο του εικάζεται, πως είναι,
ὧδ᾿ ἐλθὼν τὸ πρῶτον ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν πρώτη φορά εδώ πέρα που 'φτασε, χοντρές να λέει κουβέντες
160 ἄντα σέθεν, τοῦ νῶι θεοῦ ὣς τερπόμεθ᾿ αὐδῇ. μπροστά σου, που ως θεού χαιρόμαστε κι οι δυο μας τη λαλιά σου.
αὐτὰρ ἐμὲ προέηκε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ Και μένα μ᾿ έστειλεν ο Νέστορας ο αλογατάς μαζί του,
τῷ ἅμα πομπὸν ἕπεσθαι: ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι, να μ᾿ έχει σύντροφο στο δρόμο του τι να σε δει ποθούσε,
ὄφρα οἱ ἤ τι ἔπος ὑποθήσεαι ἠέ τι ἔργον. με λόγια για με πράξη αν ήθελες μαθές να τον συντρέξεις.
πολλὰ γὰρ ἄλγε᾿ ἔχει πατρὸς πάϊς οἰχομένοιο Ο γιος περίσσια σέρνει βάσανα, μακριά σα λείπει ο κύρης
165 ἐν μεγάροις, ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν, από το σπίτι και δε βρίσκουνται να μεταπιάσουν άλλοι.
ὡς νῦν Τηλεμάχῳ ὁ μὲν οἴχεται, οὐδέ οἱ ἄλλοι Έτσι και τώρα του Τηλέμαχου του 'χει ο πατέρας φύγει,
εἴσ᾿ οἵ κεν κατὰ δῆμον ἀλάλκοιεν κακότητα.» κι άλλους δεν έχει σ᾿ ό,τι του 'τυχε κακό να του σταθούνε.»