Page 47 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 47

46




                    μὴ μὲν πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ᾿ ἀναφῆναι,   στους Τρώες εγώ πως δε θα πρόδινα τον Οδυσσέα ποιος ήταν,
               255  πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ᾿ ἀφικέσθαι,   πριν πίσω στα γοργά πλεούμενα και στα καλύβια φτάσει,
                    καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν.   τότε μονάχα μου φανέρωσε τι λόγιαζαν οι Αργίτες.
                    πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ   Κι αφού απ᾿ τους Τρώες πολλούς εσκότωσε το κοφτερό σπαθί του,
                    ἦλθε μετ᾿ Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν.   γυρνούσε πλέρια πια κατέχοντας και τόπους κι όλα τ᾿ άλλα.
                    ἔνθ᾿ ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ᾿ ἐκώκυον: αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ   Σκληρίζαν οι άλλες Τρωαδίτισσες᾿ μόνο η καρδιά η δική μου
               260  χαῖρ᾿, ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νέεσθαι   χαιρόταν, τι είχε αλλάξει κι ήθελα στο σπίτι μου να στρέψω,
                    ἂψ οἶκόνδ᾿, ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη   και για την τύφλα μου μετάνιωνα, που μου 'χεν η Αφροδίτη
                    δῶχ᾿, ὅτε μ᾿ ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης,   δώσει, την ώρα που απ᾿ τη χώρα μου την πατρική με πήρε,
                    παῖδά τ᾿ ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε   τη θυγατέρα και το σπίτι μου ν᾿ αφήσω — κι έναν άντρα,
                    οὔ τευ δευόμενον, οὔτ᾿ ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.»    που άλλος κανείς δεν του παράβγαινε στη γνώση και στα κάλλη.»

               265  ἡτὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:  Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογιά της δίνει:
                    «ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, γύναι, κατὰ μοῖραν ἔειπες.   «Γυναίκα, αλήθεια όσα μολόγησες σωστά και δίκια είναι όλα'
                    ἤδη μὲν πολέων ἐδάην βουλήν τε νόον τε   χώρες πολλές εγώ τριγύρισα, κι εκεί στα ξένα μέρη
                    ἀνδρῶν ἡρώων, πολλὴν δ᾿ ἐπελήλυθα γαῖαν:   περίσσιους αντρειωμένους γνώρισα, που 'χαν μυαλό και γνώση·
                    ἀλλ᾿ οὔ πω τοιοῦτον ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,   όμως δεν έχουν δει τα μάτια μου κανέναν ως τα τώρα

               270  οἷν Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἔσκε φίλον κῆρ.   που του Οδυσσέα του καρτερόψυχου την εξυπνάδα να 'χει.
                    οἷον καὶ τόδ᾿ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ   Καθώς και τούτου που κατόρθωσε και τόλμησε ο αντρειωμένος,
                    ἵππῳ ἔνι ξεστῷ, ἵν᾿ ἐνήμεθα πάντες ἄριστοι   την ώρα που στο ξύλινο άλογο καθόμασταν οι Αργίτες
                    Ἀργείων Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες.   οι πιο αντρειανοί, σφαγή να φέρουμε και χαλασμό στους Τρώες.
                    ἦλθες ἔπειτα σὺ κεῖσε: κελευσέμεναι δέ σ᾿ ἔμελλε   Και συ ήρθες τότε εκεί᾿ φαντάζουμαι, θα σ᾿ είχε σπρώξει κάποιος

               275                                        απ᾿ τους θεούς, των Τρωών που εγύρευε τη δόξα ν᾿ αβγατίσει.
                    δαίμων, ὃς Τρώεσσιν ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι:
                    καί τοι Δηί̈φοβος θεοείκελος ἕσπετ᾿ ἰούσῃ.   Κι ως ήρθες, σ᾿ ακλουθούσε ο Δήφοβος ο θεοδιωματάρης·
                                                          τρεις γύρους πήρες πασπατεύοντας τον κουφιο μας κρυψώνα,
                    τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον ἀμφαφόωσα,   κι απ᾿ τους Αργίτες ονομάτιζες με τ᾿ όνομά τους όλους
                    ἐκ δ᾿ ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους,   τους πιο αντρειανούς, την ίδια παίρνοντας φωνή των γυναικών
                    πάντων Ἀργείων φωνὴν ἴσκουσ᾿ ἀλόχοισιν.
                                                          τους.
               280  αὐτὰρ ἐγὼ καὶ Τυδεί̈δης καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς   Εγώ με το Διομήδη εκάθουμουν και το θεϊκό Οδυσσέα
                    ἥμενοι ἐν μέσσοισιν ἀκούσαμεν ὡς ἐβόησας.   στη μέση, κι άξαφνα σε ακούσαμε να μας φωνάζεις όλους.
                    νῶι μὲν ἀμφοτέρω μενεήναμεν ὁρμηθέντε   Οι δυο μεμιάς ξεπεταχτήκαμε, μας έπιασε λαχτάρα
                    ἢ ἐξελθέμεναι, ἢ ἔνδοθεν αἶψ᾿ ὑπακοῦσαι:   όξω να βγούμε για κι απόκριση να δώσουμε από μέσα,
                    ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ.   και μοναχά ο Οδυσσέας μας κράτησε, τη φόρα κόβοντας μας.

               285  ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀκὴν ἔσαν υἷες Ἀχαιῶν,   Οι γιοι των Αχαιών οι επίλοιποι βουβοί εκαθόνταν όλοι,
                    Ἄντικλος δὲ σέ γ᾿ οἶος ἀμείψασθαι ἐπέεσσιν   ο Άντικλος μόνο απόκριση ήθελε να δώσει δίχως άλλο·
                    ἤθελεν. ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν   και βρέθηκε ο Οδυσσέας, που επίμονα σφαλνώντας του το στόμα
                    νωλεμέως κρατερῇσι, σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς:   με τα δυο χέρια του τον έκοψε και μας εγλίτωσε όλους·
                    τόφρα δ᾿ ἔχ᾿, ὄφρα σε νόσφιν ἀπήγαγε Παλλὰς   κι ουδέ τον άφησε, ώσπου σ᾿ έσυρε μακριά από κει η Παλλάδα.»
                    Ἀθήνη.»

               290  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,   «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
                    ἄλγιον: οὐ γάρ οἵ τι τάδ᾿ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,   τα μου 'πες τον καημό μου ετράνεψαν᾿ τι αυτά δεν τον γλιτώσαν
                    οὐδ᾿ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν.   απ᾿ το φριχτό χαμό, από σίδερο κι αν ήταν η καρδιά του.
                    ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ εἰς εὐνὴν τράπεθ᾿ ἡμέας, ὄφρα καὶ ἤδη   Όμως θαρρώ είναι αργά, οδηγάτε μας να πέσουμε στο στρώμα,

               295  ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες.»   για να φραθούμε, στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.»
   42   43   44   45   46   47   48   49   50   51   52