Page 45 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 45

44




                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:   Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ φίλου ἀνέρος υἱὸς ἐμὸν δῶ   «Για ιδές! Ο γιος στο σπίτι μου έφτασε πολύ ακριβού συντρόφου

               170  ἵκεθ᾿, ὃς εἵνεκ᾿ ἐμεῖο πολέας ἐμόγησεν ἀέθλους:   που μύριους μόχτους πήρε πάνω του για το χατίρι εμένα.
                    καί μιν ἔφην ἐλθόντα φιλησέμεν ἔξοχον ἄλλων   Για να του δείξω την αγάπη μου πιο απ᾿ όλους τους Αργίτες,
                    Ἀργείων, εἰ νῶιν ὑπεὶρ ἅλα νόστον ἔδωκε   λογάριαζα, αν στους δυο μας έδινεν ο Δίας ο μακροβίγλης
                    νηυσὶ θοῇσι γενέσθαι Ὀλύμπιος εὐρύοπα Ζεύς.   πάνω απ᾿ τα πέλαα να διαγείρουμε με τα γοργά καράβια,
                    καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ᾿ ἔτευξα,   απ᾿ την Ιθάκη με τα πλούτη του, το γιο του, το λαό του

               175  ἐξ Ἰθάκης ἀγαγὼν σὺν κτήμασι καὶ τέκεϊ ᾧ   να τον ξεσήκωνα, σε αργίτικη πια πολιτεία να μένει,
                    καὶ πᾶσιν λαοῖσι, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας,   κι ένα παλάτι, εκεί να του 'χτιζα᾿ τι απ᾿ όσες αφεντεύω
                    αἳ περιναιετάουσιν, ἀνάσσονται δ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ.   εδώ ένα γύρο, κάποια θα 'βρισκα ν᾿ αδειάσω, να του δώσω.
                    καί κε θάμ᾿ ἐνθάδ᾿ ἐόντες ἐμισγόμεθ': οὐδέ κεν   Έτσι στη Σπάρτη εδώ ανταμώνοντας πολλές φορές οι δυο μας
                    ἡμέας                                 σε αγάπη και φιλιά αξεχώριστα θα ζούσαμε, ως να φτάσει
                    ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε,

               180  πρίν γ᾿ ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν.  το μαύρο του θανάτου σύγνεφο να μας σκεπάσει γύρα.
                    ἀλλὰ τὰ μέν που μέλλεν ἀγάσσεσθαι θεὸς αὐτός,   Μα αυτά δε γίναν λέω θα ζήλεψε κάποιος θεός μαζί μας
                    ὃς κεῖνον δύστηνον ἀνόστιμον οἶον ἔθηκεν.»    κι είπε μονάχα εκείνος ο άμοιρος ποτέ να μη διαγείρει!»
                    ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο.   Με τέτοια λόγια σε όλους άναψε του θρήνου τη λαχτάρα'
                    κλαῖε μὲν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,   πήρε να κλαίγει η Ελένη η αργίτισσα, του γιου του Κρόνου η κόρη,

               185  κλαῖε δὲ Τηλέμαχός τε καὶ Ἀτρεί̈δης Μενέλαος,   πήρε να κλαίει μαζί ο Τηλέμαχος, μαζί κι ο γιος του Ατρέα.
                    οὐδ᾿ ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε:   Και του Νεστόρου ο γιος αδάκρυτα τα μάτια δεν κρατούσε,
                    μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο,   τι τον Αντίλοχο τον άψεγο ξανάφερνε στο νου του,
                    τόν ῥ᾿ Ἠοῦς ἔκτεινε φαεινῆς ἀγλαὸς υἱός:   που 'χε σκοτώσει ο γιος της διάφωτης Αυγής ο φουμισμένος.
                    τοῦ ὅ γ᾿ ἐπιμνησθεὶς ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευεν:   Τούτον θυμόταν κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τώρα:

               190  «Ἀτρεί̈δη, περὶ μέν σε βροτῶν πεπνυμένον εἶναι   «γιέ του Ατρέα, συχνά μας έλεγε πως ξεπερνάς στη γνώση
                    Νέστωρ φάσχ᾿ ὁ γέρων, ὅτ᾿ ἐπιμνησαίμεθα σεῖο   τους άλλους τους θνητούς ο Νέστορας, κάθε φορά που ερχόταν
                    οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι, καὶ ἀλλήλους ἐρέοιμεν.   για σένα ο λόγος και ρωτούσαμε στο αρχοντικό μας μέσα.
                    καὶ νῦν, εἴ τί που ἔστι, πίθοιό μοι: οὐ γὰρ ἐγώ γε   Και τώρα, αν κάπως γίνεται, άκου με, τι δε μου αρέσει εμένα
                    τέρπομ᾿ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, ἀλλὰ καὶ ἠὼς   τα κλάματα να βάζω απόδειπνα. Γιατί δεν καρτερούμε

               195  ἔσσεται ἠριγένεια: νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν   η Αυγή να φτάσει η πουρνογέννητη; Κακό κι εγώ δεν το 'χω
                    κλαίειν ὅς κε θάνῃσι βροτῶν καὶ πότμον ἐπίσπῃ.   να κλαίμε εκείνον που μας πέθανε και πάει στον Κάτω Κόσμο.
                    τοῦτό νυ καὶ γέρας οἶον ὀιζυροῖσι βροτοῖσιν,   Ποια άλλη τιμή χαίρονται οι δύστυχοι θνητοί στον Άδη κάτω,
                    κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾿ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν.   εξόν απ᾿ των μαλλιών το κόψιμο και τ᾿ ανακαλητά μας;
                    καὶ γὰρ ἐμὸς τέθνηκεν ἀδελφεός, οὔ τι κάκιστος   Και μένα πέθανε το αδέρφι μου, που ο πιο αχαμνός δεν ήταν

               200  Ἀργείων: μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι: οὐ γὰρ ἐγώ γε   απ᾿ τους Αργίτες᾿ συ είσαι μάρτυρας, τι αλήθεια δεν τον είδα
                    ἤντησ᾿ οὐδὲ ἴδον: περὶ δ᾿ ἄλλων φασὶ γενέσθαι   ποτέ μου εγώ κι ουδέ τον έσμιξα᾿ μα λεν πως ξεπερνούσε
                    Ἀντίλοχον, πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.»   ο Αντίλοχος που στο τρέξιμο και στην αντρεία τους άλλους.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:   Τότε ο ξανθός Μενέλαος γύρισε κι απηλογια του δίνει:
                    «ὦ φίλ᾿, ἐπεὶ τόσα εἶπες, ὅσ᾿ ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ   «Είπες, καλέ μου, αυτά που θα 'λεγε και θα 'κανε ένας άντρας,

               205  εἴποι καὶ ῥέξειε, καὶ ὃς προγενέστερος εἴη:   που να 'ναι πιο πολλά τα χρόνια του και να δουλεύει ο νους του.
                    τοίου γὰρ καὶ πατρός, ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις,   Μα έχεις πατέρα τέτοιο, ο λόγος σου γι᾿ αυτό είναι μυαλωμένος.
                    ῥεῖα δ᾿ ἀρίγνωτος γόνος ἀνέρος ᾧ τε Κρονίων   Η φύτρα ξεχωρίζει ανέκοπα του αντρός, που ο γιος του Κρόνου
                    ὄλβον ἐπικλώσῃ γαμέοντί τε γεινομένῳ τε,   μοίρα στο γάμο και στη γέννα του του κλώσει ευτυχισμένη.
                    ὡς νῦν Νέστορι δῶκε διαμπερὲς ἤματα πάντα   Να που'χει δώσει και στο Νέστορα παντοτινά, κι ατός του

               210  αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν,   να χαίρεται εύτυχα γεράματα στο αρχοντικό του μέσα
   40   41   42   43   44   45   46   47   48   49   50