Page 51 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 51

50




                    αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας, ὅθ᾿ ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν,   κι εγώ για τα καράβια τράβηξα που στέκουνταν στον άμμο
                    ἤια: πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.   και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,   Και σαν κατέβηκα στη θάλασσα και το καράβι βρήκα,
                    δόρπον θ᾿ ὁπλισάμεσθ᾿, ἐπί τ᾿ ἤλυθεν ἀμβροσίη   η νύχτα πριν πλακώσει η αθάνατη, στρωθήκαμε στο δείπνο·
                    νύξ:

               430  δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.   μετά πλαγιάσαμε στο άκρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
                    ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσης εὐρυπόροιο   πλάι στην πλατύδρομη τη θάλασσα τον άμμον άμμο πήρα
                    ἤια πολλὰ θεοὺς γουνούμενος: αὐτὰρ ἑταίρους   και δεόμουν στους θεούς ολόκαρδα, κι είχα και τρεις συντρόφους
                    τρεῖς ἄγον, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ᾿ ἰθύν.    μαζί μου, που τους μπιστεύομουν σε όποια δουλειά κι αν ήταν.

               435  «τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ ἥ γ᾿ ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα   Εκείνη ωστόσο είχε στης θάλασσας την άγκα πια βουτήξει
                    κόλπον                                και τέσσερα από φώκιες δέρματα μαζί απ᾿ τα βάθη φέρει,
                    τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ᾿ ἔνεικε:   όλα τους νιόγδαρτα, τον κύρη της ζητώντας να πλανέψει·
                    πάντα δ᾿ ἔσαν νεόδαρτα: δόλον δ᾿ ἐπεμήδετο πατρί.  και κοιμηθιές καθώς μας έσκαψε στης θάλασσας τον άμμο,
                    εὐνὰς δ᾿ ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ᾿ ἁλίῃσιν   ως τη στιγμή που τη σιμώσαμε καθόταν καρτερώντας.
                    ἧστο μένουσ': ἡμεῖς δὲ μάλα σχεδὸν ἤλθομεν αὐτῆς:

               440  ἑξείης δ᾿ εὔνησε, βάλεν δ᾿ ἐπὶ δέρμα ἑκάστῳ.   Γραμμή μας πλάγιασε και σκέπασε με δέρμα τον καθένα·
                    ἔνθα κεν αἰνότατος λόχος ἔπλετο: τεῖρε γὰρ αἰνῶς   άλλο καρτέρι δε θα γίνουνταν χειρότερο — απ᾿ τις φώκιες
                    φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή:    τις θαλασσόθρεφτες, που η βρώμα τους βαριά μας τυραννούσε.
                    τίς γάρ κ᾿ εἰναλίῳ παρὰ κήτεϊ κοιμηθείη;   Ποιος να πλαγιάσει με τα τέρατα βαστά τα πελαγίσια;
                    ἀλλ᾿ αὐτὴ ἐσάωσε καὶ ἐφράσατο μέγ᾿ ὄνειαρ:   Μα εκείνη πάλι μας εγλίτωσε, τρανό θαράπιο βρήκε:

               445  ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα   Τρέχοντας μόσκο στα ρουθούνια μας αθάνατο σταλάζει,
                    ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν.   που ευώδιαζε γλυκά κι απόδιωχνε τη μυρωδιά της φώκιας.
                    πᾶσαν δ᾿ ἠοίην μένομεν τετληότι θυμῷ:   Με υπόμονη καρδιά προσμέναμε να 'ρθει το μεσημέρι'
                    φῶκαι δ᾿ ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες. αἱ μὲν ἔπειτα   και ξάφνου οι φώκιες απ᾿ το πέλαγο κοπαδιαστές πρόβαλαν
                    ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης:   κι αράδα επλάγιασαν στο ακρόγιαλο της θάλασσας επάνω.
               450  ἔνδιος δ᾿ ὁ γέρων ἦλθ᾿ ἐξ ἁλός, εὗρε δὲ φώκας   Καταμεσήμερα κι ο γέροντας από το κύμα εβγήκε
                    ζατρεφέας, πάσας δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῴχετο, λέκτο δ᾿   και πηγαινόρχοντας λογάριασε τις θροφαντές του φώκιες·
                    ἀριθμόν:                              πρώτους εμάς μετρούσε ανάμεσα στις φώκιες, τι το δόλο
                    ἐν δ᾿ ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν, οὐδέ τι θυμῷ   δεν είχε βάλει ο νους του, κι έπειτα ξαπλώθηκε κι ατός του.
                    ὠί̈σθη δόλον εἶναι: ἔπειτα δὲ λέκτο καὶ αὐτός.   Κι εμείς με χουγιαχτά χιμίζοντας τον πιάσαμε στα χέρια'
                    ἡμεῖς δὲ ἰάχοντες ἐπεσσύμεθ᾿, ἀμφὶ δὲ χεῖρας

               455  βάλλομεν: οὐδ᾿ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης,   μα ουδέ κι ο γέροντας λησμόνησε τις δολερές του τέχνες,
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι πρώτιστα λέων γένετ᾿ ἠυγένειος,   μον᾿ πρώτα λιόντας μακροχήτικος στα χέρια μας εγίνη,
                    αὐτὰρ ἔπειτα δράκων καὶ πάρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς:   φίδι μετά, κατόπι λιόπαρδη και θρασεμένος κάπρος,
                    γίγνετο δ᾿ ὑγρὸν ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον:   κι εγίνη και νερό τρεχάμενο και φουντωμένο δέντρο.
                    ἡμεῖς δ᾿ ἀστεμφέως ἔχομεν τετληότι θυμῷ.   Εμείς ωστόσο τον κρατούσαμε γερά, χωρίς ξανάσα.

               460  ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἀνίαζ᾿ ὁ γέρων ὀλοφώια εἰδώς,   Σαν πια βαρέθηκεν ο γέροντας τις δολερές του τέχνες,
                    καὶ τότε δή μ᾿ ἐπέεσσιν ἀνειρόμενος προσέειπε:   γυρνώντας μίλησε, με ρώτησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
                    «‘τίς νύ τοι, Ἀτρέος υἱέ, θεῶν συμφράσσατο βουλάς,  ,, Υγιέ του Ατρέα, ποιος τάχα αθάνατος τα ταίριαξε μαζί σου'
                    ὄφρα μ᾿ ἕλοις ἀέκοντα λοχησάμενος; τέο σε χρή;’   και στήνοντας καρτέρι μ᾿ έπιασες με το στανιό; τι θέλεις;
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:

               465  ‘οἶσθα, γέρον, τί με ταῦτα παρατροπέων ἐρεείνεις;   ,, Τι με ρωτάς; το ξέρεις, γέροντα! Τι θες και με πλανεύεις;
                    ὡς δὴ δήθ᾿ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκομαι, οὐδέ τι τέκμωρ   Παν μέρες στο νησί που κλείστηκα και πως θα ξεγλιτώσω
                    εὑρέμεναι δύναμαι, μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦτορ.   δεν ξέρω᾿ την καρδιά στα στήθη μου να σιγολιώνει νιώθω.
   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56