Page 53 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 53

52




               510  τὸν δ᾿ ἐφόρει κατὰ πόντον ἀπείρονα κυμαίνοντα.   στ᾿ απέραντα αγριεμένα κύματα μαζί του σέρνοντας τον.
                    ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ.    Έτσι αφανίστη, με το στόμα του πλημμυρισμένο αρμύρα.
                    «‘σὸς δέ που ἔκφυγε κῆρας ἀδελφεὸς ἠδ᾿ ὑπάλυξεν  Τον αδερφό σου τον διαφέντεψε στα βαθουλά καράβια
                    ἐν νηυσὶ γλαφυρῇσι: σάωσε δὲ πότνια Ἥρη.   η Ήρα η σεβάσμια, κι έτσι ξέφυγε του Χάρου αλήθεια τότε.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τάχ᾿ ἔμελλε Μαλειάων ὄρος αἰπὺ   Μα σύντας στου Μαλιά το απόγκρεμο βουνό κοντά είχε φτάσει,

               515  ἵξεσθαι, τότε δή μιν ἀναρπάξασα θύελλα   ξάφνου ένας δρόλαπας τον άρπαξε στα βογγητά του μέσα·
                    πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα,   κι ως το στερνό της χώρας σύνορο του σέρνει τα καράβια
                    ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε Θυέστης   στο ψαροθρόφο επάνω πέλαγο. Στα μέρη εκείνα ζούσε
                    τὸ πρίν, ἀτὰρ τότ᾿ ἔναιε Θυεστιάδης Αἴγισθος.   παλιά ο Θυέστης, όμως ο Αίγιστος, ο γιος του, εζούσε τώρα.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ κεῖθεν ἐφαίνετο νόστος ἀπήμων,   Και κείθε ο γυρισμός τους φάνηκε να 'ναι εύκολος, κι ως πρίμο

               520  ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, καὶ οἴκαδ᾿ ἵκοντο,   γύρισαν οι θεοί τον άνεμο, διαγείραν στην πατρίδα.
                    ἦ τοι ὁ μὲν χαίρων ἐπεβήσετο πατρίδος αἴης   Κι αυτός ολόχαρος τα χώματα τα γονικά πατώντας
                    καὶ κύνει ἁπτόμενος ἣν πατρίδα: πολλὰ δ᾿ ἀπ᾿   τα φίλειε σκύβοντας, τα χάιδευε, και του 'τρεχαν ποτάμι
                    αὐτοῦ                                 ζεστά τα δάκρυα, που το αξιώθηκε να ξαναϊδεί πατρίδα.
                    δάκρυα θερμὰ χέοντ᾿, ἐπεὶ ἀσπασίως ἴδε γαῖαν.   Μα από τη βίγλα ένας βιγλάτορας τον ξέκρινε, βαλμένος
                    τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδε σκοπός, ὅν ῥα
                    καθεῖσεν

               525  Αἴγισθος δολόμητις ἄγων, ὑπὸ δ᾿ ἔσχετο μισθὸν   απ᾿ τον παμπόνηρο τον Αίγιστο᾿ του 'χε χρυσάφι τάξει
                    χρυσοῦ δοιὰ τάλαντα: φύλασσε δ᾿ ὅ γ᾿ εἰς ἐνιαυτόν,  δυο τάλαντα, και παραμόνευε σωστό ένα χρόνο, ο ρήγας
                    μή ἑ λάθοι παριών, μνήσαιτο δὲ θούριδος ἀλκῆς.   μη φτάσει ανένιωστος και στ᾿ άρματα ριχτεί να τον χτυπήσει.
                    βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων πρὸς δώματα ποιμένι λαῶν.   Κι αμέσως κίνησε, το μήνυμα να πάει στο βασιλιά του᾿
                    αὐτίκα δ᾿ Αἴγισθος δολίην ἐφράσσατο τέχνην:   κι ο Αίγιστος τότε ακούοντας πίβουλες εμηχανεύτη τέχνες:
               530  κρινάμενος κατὰ δῆμον ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους   Είκοσι διάλεξε απ᾿ τη χώρα του, τους πιο αντρειανούς, να στήσει
                    εἷσε λόχον, ἑτέρωθι δ᾿ ἀνώγει δαῖτα πένεσθαι.   καρτέρι, κι απ᾿ την άλλη επρόσταζε τις τάβλες να του στρώσουν.
                    αὐτὰρ ὁ βῆ καλέων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν   Μετά κινάει, τον Αγαμέμνονα το ρήγα να καλέσει
                    ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν, ἀεικέα μερμηρίζων.   με αμάξια κι άτια, πράξες άνομες στα φρένα μελετώντας,
                    τὸν δ᾿ οὐκ εἰδότ᾿ ὄλεθρον ἀνήγαγε καὶ κατέπεφνεν   Κι ως δέχτη εκείνος, δίχως θάνατο να κακοβάνει ο νους του,

               535                                        τον σφάζει στο τραπέζι, ως σφάζουνε το βόδι στο παχνί του.
                    δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.   Κι ουδέ απ᾿ του γιου του Ατρέα τους συντρόφους απόμεινε
                    οὐδέ τις Ἀτρεί̈δεω ἑτάρων λίπεθ᾿ οἵ οἱ ἕποντο,   κανένας,
                    οὐδέ τις Αἰγίσθου, ἀλλ᾿ ἔκταθεν ἐν μεγάροισιν’.   ουδέ κι απ᾿ του Αίγιστου σκοτώθηκαν κι εκείνοι στο παλάτι.
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
                                                          Ως είπε τούτα, εμένα ράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
                    κλαῖον δ᾿ ἐν ψαμάθοισι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
                                                          κι απά στην αμμουδιά καθούμενος θρηνούσα· πια η καρδιά μου

               540  ἤθελ᾿ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.   δεν ήθελε να ζεί, να χαίρεται το φως του ήλιου στον κόσμο.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τε κορέσθην,   Κι αφού πια απόκαμα να μύρουμαι κυλούμενος στον άμμο,
                    δὴ τότε με προσέειπε γέρων ἅλιος νημερτής:   ο αλάθευτος θαλασσογέροντας αυτά τα λόγια μου 'πε:
                    «‘μηκέτι, Ἀτρέος υἱέ, πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτω   ,, Υγιέ του Ατρέα, μην κλαις αδιάκοπα και δίχως τέλος έτσι'
                    κλαῖ᾿, ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν: ἀλλὰ τάχιστα   δε βγαίνει από το θρήνο τίποτα, μον᾿ κοίτα να γυρίσεις

               545  πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι.   πίσω και συ μιαν ώρα αρχύτερα στη γη την πατρική σου᾿
                    ἢ γάρ μιν ζωόν γε κιχήσεαι, ἤ κεν Ὀρέστης   για ζωντανό θα βρεις τον Αίγιστο για έχει προλάβει ο Ορέστης
                    κτεῖνεν ὑποφθάμενος, σὺ δέ κεν τάφου   να τον σκοτώσει· λέω το ξόδι του μπορείς να το προφτάσεις.»
                    ἀντιβολήσαις.’                        Στα λόγια αυτά η καρδιά στα στήθη μου κι η πέρφανη ψυχή μου
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοὶ κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ   πήραν και γλύκαναν, κι ας ένιωθα βαθιά μου τόση πίκρα,
                    αὖτις ἐνὶ στήθεσσι καὶ ἀχνυμένῳ περ ἰάνθη,

               550  καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
   48   49   50   51   52   53   54   55   56   57   58