Page 58 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 58

57




                    ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα,   Χαμένο το αντρειωμένο ταίρι μου, με την καρδιά του λιόντα,
               725  παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν,   που μες στους Δαναούς ξεχώριζε σε όλα παράξιος, κι είναι
                    ἐσθλόν, τοῦ κλέος εὐρὺ καθ᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον   στο Άργος βαθιά απλωμένη η δόξα του και στην Ελλάδα πάσα.
                    Ἄργος.                                Τώρα το γιο απ᾿ το σπίτι μου άρπαξαν οι Ανεμικές, να σβήσει
                    νῦν αὖ παῖδ᾿ ἀγαπητὸν ἀνηρείψαντο θύελλαι   ανέγνωρος,
                    ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ᾿ ὁρμηθέντος ἄκουσα.   κι ουδέ τον άκουσα την ώρα που κινούσε.
                    σχέτλιαι, οὐδ᾿ ὑμεῖς περ ἐνὶ φρεσὶ θέσθε ἑκάστη   Πως απ᾿ το νου καμιάς σας, άσπλαχνες, δεν πέρασε, απ᾿ τον ύπνο

               730  ἐκ λεχέων μ᾿ ἀνεγεῖραι, ἐπιστάμεναι σάφα θυμῷ,   να με σηκώσει; Κι όμως όλες σας την ξέρατε την ώρα
                    ὁππότ᾿ ἐκεῖνος ἔβη κοίλην ἐπὶ νῆα μέλαιναν.   που εκείνος στο καράβι ανέβηκε το μαύρο να μισέψει.
                    εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα,   Τέτοιο ταξίδι εγώ αν εμάθαινα πως λογαριάζει ο γιος μου,
                    τῷ κε μάλ᾿ ἤ κεν ἔμεινε καὶ ἐσσύμενός περ ὁδοῖο,   το δίχως άλλο εδώ θ᾿ απόμενε, κι ας βιάζουνταν να φύγει,
                    ἤ κέ με τεθνηκυῖαν ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπεν.   για πρώτα αποθαμένη θ᾿ άφηνε τη μάνα του στο σπίτι.

               735  ἀλλά τις ὀτρηρῶς Δολίον καλέσειε γέροντα,   Μα ας κράξει κάποια δίχως άργητα το γέρο το Δολίο,
                    δμῶ᾿ ἐμόν, ὅν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,   το δούλο μου, που ο κύρης μου 'δωκε, για εδώ παλιά ως κινούσα,
                    καί μοι κῆπον ἔχει πολυδένδρεον, ὄφρα τάχιστα   και το πολύδεντρο μου γνοιάζεται περβόλι, στο Λαέρτη
                    Λαέρτῃ τάδε πάντα παρεζόμενος καταλέξῃ,   να τρέξει κι όλα αυτά πως έγιναν να του ιστορήσει, δίπλα
                    εἰ δή πού τινα κεῖνος ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας   καθούμενος· βουλή στα φρένα του μπορεί να κλώσει εκείνος,

               740  ἐξελθὼν λαοῖσιν ὀδύρεται, οἳ μεμάασιν   να βγεί να προσκλαφτεί στη μάζωξη σ᾿ αυτούς που το δικό του
                    ὃν καὶ Ὀδυσσῆος φθῖσαι γόνον ἀντιθέοιο.»   και του Οδυσσέα του ισόθεου θέλησαν το σπέρμα ν᾿ αφανίσουν.»
                    τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:   Κι η Ευρύκλεια τότε η βάγια μίλησε κι απηλογιά της δίνει:
                    «νύμφα φίλη, σὺ μὲν ἄρ με κατάκτανε νηλέι χαλκῷ   «Θες, σκότωσε με, θυγατέρα μου, με ανέσπλαχνο μαχαίρι,
                    ἢ ἔα ἐν μεγάρῳ: μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω.   θες, άσε με να ζω στο σπίτι σου᾿ δε θα σου κρύψω λέξη·

               745  ᾔδε᾿ ἐγὼ τάδε πάντα, πόρον δέ οἱ ὅσσ᾿ ἐκέλευε,   τα᾿ ξερα τούτα κι ό,τι γύρεψε του το 'δωκα μαζί του,
                    σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ: ἐμεῦ δ᾿ ἕλετο μέγαν ὅρκον   ψωμί, κρασί γλυκό, μα μ᾿ έβαλε κι όρκο τρανό του αμώνω
                    μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν, πρὶν δωδεκάτην γε γενέσθαι   να μη σου πω μια λέξη, δώδεκα πριχού διαβούνε μέρες,
                    ἢ σ᾿ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι,   ξον αν το μάθαινες πως έφυγε κι ατή σου τον ζητούσες·
                    ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃς.   τα κάλλη σου μαθές δεν ήθελε με θρήνους ν᾿ αφανίζεις.

               750  ἀλλ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα,   Μα τώρα πάρε πλύσου κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
                    εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν   κι ανέβα με τις βάγιες έπειτα στο ανώι και προσευχήσου ᾿
                    εὔχε᾿ Ἀθηναίῃ κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο:   στην Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα·
                    ἡ γάρ κέν μιν ἔπειτα καὶ ἐκ θανάτοιο σαώσαι.   κι εκείνη τότε κι απ᾿ το θάνατο μπορεί να τον γλιτώσει.
                    μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον: οὐ γὰρ ὀίω   Και μην παιδεύεις πια το γέροντα τον παιδεμένο᾿ τόσο

               755  πάγχυ θεοῖς μακάρεσσι γονὴν Ἀρκεισιάδαο   δεν τ᾿ οχτρεύτηκαν οι τρισεύτυχοι θεοί θαρρώ το γένος
                    ἔχθεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἔτι πού τις ἐπέσσεται ὅς κεν ἔχῃσι   του γιου του Αρκείσιου᾿ πάντα κάποιος τους θα μείνει ν᾿ αφεντεύει
                    δώματά θ᾿ ὑψερεφέα καὶ ἀπόπροθι πίονας   τ᾿ αρχοντικά τ᾿ αψηλοτάβανα και τα παχιά χωράφια.»
                    ἀγρούς.»                              Είπε, και γλύκανε το θρήνο της, της στέγνωξε τα δάκρυα
                    ὣς φάτο, τῆς δ᾿ εὔνησε γόον, σχέθε δ᾿ ὄσσε γόοιο.   στα μάτια᾿ κι έτσι επλύθη κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
                    ἡ δ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα

               760  εἰς ὑπερῷ᾿ ἀνέβαινε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν,   κι ανέβη με τις βάγιες έπειτα στο ανώι, και σε πανέρι
                    ἐν δ᾿ ἔθετ᾿ οὐλοχύτας κανέῳ, ἠρᾶτο δ᾿ Ἀθήνῃ:   τ᾿ αγιοκριθάρια πήρε κι έβαλε, και στην Παλλάδα ευκήθη:
                    «κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη,   «Επάκουσέ με, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
                    εἴ ποτέ τοι πολύμητις ἐνὶ μεγάροισιν Ὀδυσσεὺς   Αν ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος στο αρχοντικό του μέσα
                    ἢ βοὸς ἢ ὄϊος κατὰ πίονα μηρί᾿ ἔκηε,   αρνίσια για ταυρίσια σου 'καψε παχιά μεριά ποτέ του,

               765  τῶν νῦν μοι μνῆσαι, καί μοι φίλον υἷα σάωσον,   τώρα θυμήσου τα και γλίτωσε τον ακριβό το γιο μας!
   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63