Page 59 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 59

58




                    μνηστῆρας δ᾿ ἀπάλαλκε κακῶς ὑπερηνορέοντας.»   Διαφέντεψε τον απ᾿ τους άνομους, αδιάντροπους μνηστήρες!»
                    ὣς εἰποῦσ᾿ ὀλόλυξε, θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς.   Είπε, και σκλήριξε, κι ο λόγος της απ᾿ τη θεά επακούστη.
                    μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα:   Ωστόσο κι οι μνηστήρες φώναζαν στον ισκιερό αντρωνίτη,
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:   και τούτα έλεγαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:

               770  «ἦ μάλα δὴ γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια   «Η πολυγύρευτη βασίλισσα μας ετοιμάζει, γάμο,
                    ἀρτύει, οὐδέ τι οἶδεν ὅ οἱ φόνος υἷι τέτυκται.»   κι ουδέ στοχάζεται το θάνατο που καρτερεί το γιο της!»
                    «ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾿ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.   Αυτά αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γένει·
                    τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:   και τότε ο Αντίνοος τέτοια μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
                    «δαιμόνιοι, μύθους μὲν ὑπερφιάλους ἀλέασθε   «Για παρατάτε τώρα, ανέμυαλοι, τα φουσκωμένα λόγια

               775  πάντας ὁμῶς, μή πού τις ἀπαγγείλῃσι καὶ εἴσω.   μια και καλή, μην τύχει και τα πει κανείς και πάρα μέσα!
                    ἀλλ᾿ ἄγε σιγῇ τοῖον ἀναστάντες τελέωμεν   Ας σηκωθούμε ωστόσο αμίλητοι, να βάλουμε σε πράξη
                    μῦθον, ὃ δὴ καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶν ἤραρεν ἡμῖν.»   αυτά που λέγαμε και σε όλους μας πρεπούμενα φανήκαν.»
                    ὣς εἰπὼν ἐκρίνατ᾿ ἐείκοσι φῶτας ἀρίστους,   Είπε και διάλεξε άντρες είκοσι, τους πιο αντρειανούς του τόπου,
                    βὰν δ᾿ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.   και στο γοργό καράβι εκίνησαν να παν και στο ακρογιάλι.

               780  νῆα μὲν οὖν πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν,   Πρώτα το πλοίο τους μες στη θάλασσα βαθιά να πέσει εσύραν,
                    ἐν δ᾿ ἱστόν τ᾿ ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,   στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στα μελανό καράβι
                    ἠρτύναντο δ᾿ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν,   και τα κουπιά από τις δερμάτινες πέρασαν τροπωτήρες,
                    πάντα κατὰ μοῖραν, ἀνά θ᾿ ἱστία λευκὰ πέτασσαν:   όλα ως εταίριαζε· τελειώνοντας τ᾿ άσπρα πανιά σηκώσαν
                    τεύχεα δέ σφ᾿ ἤνεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες.   και τα παιδόπουλα τα πέρφανα τους φέρναν τ᾿ άρματά τους.

               785  ὑψοῦ δ᾿ ἐν νοτίῳ τήν γ᾿ ὥρμισαν, ἐκ δ᾿ ἔβαν αὐτοί:   Και στα ρηχά νερά σαν το άραξαν κι ατοί τους όξω βγήκαν,
                    ἔνθα δὲ δόρπον ἕλοντο, μένον δ᾿ ἐπὶ ἕσπερον   σπεροδειπνούσαν απαντέχοντας το βράδυ πότε θα 'ρθει.
                    ἐλθεῖν.                               Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη στο ανώι της είχε ανέβει,
                    ἡ δ᾿ ὑπερωίῳ αὖθι περίφρων Πηνελόπεια   και νηστική κοιτόταν, άφαγη, χωρίς να τρώει, να πίνει,
                    κεῖτ᾿ ἄρ᾿ ἄσιτος, ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,   έγνοιες γεμάτη — ο γιος της ο άψεγος θα γλίτωνε του Χάρου,
                    ὁρμαίνουσ᾿ ἤ οἱ θάνατον φύγοι υἱὸς ἀμύμων,

               790  ἦ ὅ γ᾿ ὑπὸ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι δαμείη.   για από τα χέρια των αδιάντροπων μνηστήρων θα χανόταν;
                    ὅσσα δὲ μερμήριξε λέων ἀνδρῶν ἐν ὁμίλῳ   Πόσα λογιάζει ο λιόντας, που 'τυχε παγάνα να τον ζώσει,
                    δείσας, ὁππότε μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσι,   κι έχει δειλιάσει, τι τον στένεψαν με πονηριά τρογύρα,
                    τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος:   τόσα κι ο νους εκείνης έβαζε᾿ κι ήρθε ο γλυκός ο γύπνος,
                    εὗδε δ᾿ ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα.    κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν.

               795  ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλι᾿
                    εἴδωλον ποίησε, δέμας δ᾿ ἤικτο γυναικί,   πήρε έναν ίσκιο και τον έπλασε, κορμί γυναίκας να 'χει,
                    Ἰφθίμῃ, κούρῃ μεγαλήτορος Ἰκαρίοιο,   παρόμοιας με την κόρη του άτρομου του Ικάριου, την Ιφθίμη,
                    τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Φερῇς ἔνι οἰκία ναίων.   που ταίρι του την είχεν ο Εύμηλος και στις Φερές εζούσαν
                    πέμπε δέ μιν πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο,   μετά στο αρχοντικό τον έστειλε του θεϊκού Οδυσσέα,
               800  ἧος Πηνελόπειαν ὀδυρομένην γοόωσαν    για να μερώσει, τον αλάρωτο της Πηνελόπης θρήνο,
                    παύσειε κλαυθμοῖο γόοιό τε δακρυόεντος.   να πάψει πια να κλαίει, να γόζεται και να μοιρολογιέται.
                    ἐς θάλαμον δ᾿ εἰσῆλθε παρὰ κληῖδος ἱμάντα,   Κι εκείνος απ᾿ του σύρτη επέρασε πλάι το λουρί, κι ως βρέθη
                    στῆ δ᾿ ἄρ ὑπὲρ κεφαλῆς, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν:  στο γυναικίτη, στο κεφάλι της εστάθη και της είπε:
                    «εὕδεις, Πηνελόπεια, φίλον τετιημένη ἦτορ;   «Με πικραμένα αποκοιμήθηκες τα στήθη, Πηνελόπη!

               805  οὐ μέν σ᾿ οὐδὲ ἐῶσι θεοὶ ῥεῖα ζώοντες   Μα ουδέ κι αφήνουν οι τρισεύτυχοι θεοί να ζεις με θρήνους
                    κλαίειν οὐδ᾿ ἀκάχησθαι, ἐπεί ῥ᾿ ἔτι νόστιμός ἐστι   και παιδεμούς χωρίς ξανάσαση᾿ θα στρέψει δίχως άλλο
                    σὸς παῖς: οὐ μὲν γάρ τι θεοῖς ἀλιτήμενός ἐστι.»   ο γιος σου, τι δεν έχει φταίξιμο μπρος στους θεούς κανένα.»
                    τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια,   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται,
                    ἡδὺ μάλα κνώσσουσ᾿ ἐν ὀνειρείῃσι πύλῃσιν:   γλυκά απ᾿ τον ύπνο μπρος στων όνειρων τις πόρτες δαμασμένη:
   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64