Page 63 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 63

62




                    δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.   με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
                    πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.   την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.

               85   Ἑρμείαν δ᾿ ἐρέεινε Καλυψώ, δῖα θεάων,   Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, σ᾿ ένα θρονί αστροβόλο,
                    ἐν θρόνῳ ἱδρύσασα φαεινῷ σιγαλόεντι:    πανώριο, τον Ερμή καθίζοντας, του μίλησε ρωτώντας:
                    «τίπτε μοι, Ἑρμεία χρυσόρραπι, εἰλήλουθας   «Ερμή χρυσόραβδε, στο σπίτι μου τι σ᾿ έχει φέρει τάχα,
                    αἰδοῖός τε φίλος τε; πάρος γε μὲν οὔ τι θαμίζεις.   σεβάσμιε κι ακριβέ; Δεν έρχεσαι συχνά εδώ πέρα αλήθεια!
                    αὔδα ὅ τι φρονέεις: τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν,   Τι έχεις στου νου σου πες, κι ολόκαρδα θα κάμω ό,τι θελήσεις,

               90                                           μονάχα να περνά απ᾿ το χέρι μου και να μπορεί να γένει.
                    εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.   Μον᾿ έλα, ας μπούμε μέσα, ακλούθα μου, να σε φιλέψω που
                    ἀλλ᾿ ἕπεο προτέρω, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω.»    'ρθες.»
                    ὥς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν   Είπε η θεά, και δίπλα του έστησε τραπέζι, φορτωμένο
                    ἀμβροσίης πλήσασα, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν.   με αθάνατη θροφή, κι αθάνατο κρασί του συγκερνούσε.
                    αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος ἀργεϊφόντης.
                                                            Κι ο Αργοφονιάς επήρε κι έτρωγε, κι ως η καρδιά του ευφράθη

               95   αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,   τρώγοντας, πίνοντας, και χόρτασε, γυρίζει ο ψυχολάτης
                    καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν:   και τέτια απόκριση της έδωκε κι αυτά της συντυχαίνει:
                    «εἰρωτᾷς μ᾿ ἐλθόντα θεὰ θεόν: αὐτὰρ ἐγώ τοι   «Εσύ η θεά ρωτάς πως έφτασα, θεός εγώ, εδώ πέρα'
                    νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω: κέλεαι γάρ.   ξεκάθαρος λοιπόν ο λόγος μου, καθώς το θέλεις, θα 'ναι:
                    Ζεὺς ἐμέ γ᾿ ἠνώγει δεῦρ᾿ ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλοντα:   Ο Δίας ατός του είναι που μ᾿ έστειλε για να 'ρθω, αθέλητα μου'

               100  τίς δ᾿ ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ   τόσο αλμυρό νερό ποιος θα 'σκιζε ποτέ απομονάχου του,
                    ἄσπετον; οὐδέ τις ἄγχι βροτῶν πόλις, οἵ τε θεοῖσιν   απέραντο μηδέ και βρίσκεται θνητών καστρί κανένα
                    ἱερά τε ῥέζουσι καὶ ἐξαίτους ἑκατόμβας.   εδώ κοντά, για να μας πρόσφερναν θυσίες τρανές και δώρα.
                    ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πως ἔστι Διὸς νόον αἰγιόχοιο   Μα τη βουλή του Δία δε γίνεται του βροντσκουταράτου
                    οὔτε παρεξελθεῖν ἄλλον θεὸν οὔθ᾿ ἁλιῶσαι.   να την ξεφύγει άλλος αθάνατος μηδέ να τη χαλάσει.

               105  φησί τοι ἄνδρα παρεῖναι ὀιζυρώτατον ἄλλων,   Κοντά σου λέει τον πιο τρισάμοιρο κρατείς απ᾿ όλους άντρα,
                    τῶν ἀνδρῶν, οἳ ἄστυ πέρι Πριάμοιο μάχοντο   όσοι πολέμησαν ολόγυρα στο κάστρο του Πριάμου
                    εἰνάετες, δεκάτῳ δὲ πόλιν πέρσαντες ἔβησαν   χρόνους εννιά᾿ κι όταν πάτησαν στους δέκα πάνω, πήραν
                    οἴκαδ': ἀτὰρ ἐν νόστῳ Ἀθηναίην ἀλίτοντο,   το δρόμο πίσω, όμως γυρίζοντας στην Αθηνά αμαρτήσαν
                    ἥ σφιν ἐπῶρσ᾿ ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά.   κι αυτή κακό τους σήκωσε άνεμο και κύματα μεγάλα.

               110  ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,   Οι επίλοιποι αντρειανοί συντρόφοι του χάθηκαν τούτον μόνο
                    τὸν δ᾿ ἄρα δεῦρ᾿ ἄνεμός τε φέρων καὶ κῦμα πέλασσε.   τα κύματα κι οι ανέμοι σπρώχνοντας τον ρίξαν στο νησί σου.
                    τὸν νῦν σ᾿ ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα:   Αυτόν ζητάει μιαν ώρα αρχύτερα να τον ξεπροβοδώσεις'
                    οὐ γάρ οἱ τῇδ᾿ αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι,   τι εδώ να σβήσει δεν του γράφεται, μακριά από τους δικούς του'
                    ἀλλ᾿ ἔτι οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι   είναι της μοίρας του τους φίλους του να ξαναϊδεί, γυρνώντας

               115  οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»   στο αψηλοτάβανο παλάτι του, στη γη την πατρική του.»
                    ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ Καλυψώ, δῖα θεάων,   Κι η Καλυψώ, η θεά η πανέμνοστη, στου Ερμή τα λόγια τούτα
                    καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   επάγωσε, και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων,   «Ζηλόφτονοι θεοί κι ανέσπλαχνοι, πιο πάνω εσείς απ᾿ όλους!
                    οἵ τε θεαῖς ἀγάασθε παρ᾿ ἀνδράσιν εὐνάζεσθαι   Με άντρα θνητό δε σας καλόρχεται θεά ποτέ να σμίξει,

               120  ἀμφαδίην, ἤν τίς τε φίλον ποιήσετ᾿ ἀκοίτην.   αν κάποιου θέλησε συγκόρμισσα στα φανερά να γένει.
                    ὣς μὲν ὅτ᾿ Ὠρίων᾿ ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Για την Αυγή τη ροδοδάχτυλη, που τον Ωρίωνα πήρε,
                    τόφρα οἱ ἠγάασθε θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,     ζήλια τρανή οι θεοί οι τρισεύτυχοι δε νιώθατε, ως την ώρα
                    ἧος ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ   που πήγε η αγνή χρυσόθρονη Άρτεμη στης Ορτυγίας τα μέρη
                    οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν.   και τόνε σκότωσε με απόνετες χτυπώντας τον σαγίτες;

               125  ὣς δ᾿ ὁπότ᾿ Ἰασίωνι ἐυπλόκαμος Δημήτηρ,   Κι η Δήμητρα όμοια η καλοπλέξουδη νικήθηκε απ᾿ τον πόθο
   58   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68