Page 65 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 65

64




               170  οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε.»   κι είναι από μένα δυνατότεροι στη γνώση και στην πράξη.»
                    ὣς φάτο, ῥίγησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   Αυτά σαν είπε, ο θείος πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας την ανεμάρπαστα της συντυχαίνει λόγια:
                    «ἄλλο τι δὴ σύ, θεά, τόδε μήδεαι, οὐδέ τι πομπήν,   «Θεά, κάτι άλλο κλώθεις σίγουρα! Το γυρισμό μου; αχ, όχι! —
                    ἥ με κέλεαι σχεδίῃ περάαν μέγα λαῖτμα θαλάσσης,   που να διαβώ το μέγα πέλαγο σε μια πλωτή με σπρώχνεις,

               175  δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε: τὸ δ᾿ οὐδ᾿ ἐπὶ νῆες ἐῖσαι   το φριχτό, τ᾿ άγριο, που ουδ᾿ ισόβαρα καράβια το διαβαίνουν,
                    ὠκύποροι περόωσιν, ἀγαλλόμεναι Διὸς οὔρῳ.   γοργοπετάμενα, κι ας χαίρουνται του Δία το πρίμο αγέρι.
                    οὐδ᾿ ἂν ἐγὼν ἀέκητι σέθεν σχεδίης ἐπιβαίην,   Δε βάζω σε πλωτή το πόδι μου, χωρίς και συ να θέλεις!
                    εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι   Εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾿ αμώσεις όρκο,
                    μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.»   πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε κακό στο νου για μένα.»

               180  ὣς φάτο, μείδησεν δὲ Καλυψὼ δῖα θεάων,   Είπε ο Οδυσσέας, κι εκείνη, η αρχόντισσα θεά, με χαμογέλιο
                    χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ἦ δὴ ἀλιτρός γ᾿ ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς,   «Στην πονηριά δε βρίσκεται άλλος σου, κι ανέμυαλος δεν είσαι!
                    οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι.   Κοίτα τι λόγια ανανογήθηκες να ξεστομίσεις τώρα!
                    ἴστω νῦν τόδε γαῖα καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε   Βάζω τη Γη, τα Ουράνια τ᾿ άσωστα, και τα νερά της Στύγας

               185  καὶ τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος   μαρτύρους βάζω τα κρεμάμενα, που ο πιο μεγάλος όρκος
                    ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι,   κι ο πιο φριχτός μες στους τρισεύτυχους θεούς λογιέται πάντα,
                    μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.   πως άλλο τίποτα δεν έβαλα στο νου κακό για σένα.
                    ἀλλὰ τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ᾿ ἂν ἐμοί περ   Καλολογιάζω και στοχάζουμαι μαθές αυτό μονάχα,
                    αὐτῇ μηδοίμην, ὅτε με χρειὼ τόσον ἵκοι:   που και για μένα θ᾿ αποφάσιζα, σε τόση ανάγκη αν ήμουν

               190  καὶ γὰρ ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος, οὐδέ μοι αὐτῇ   δε θέλω εγώ ποτέ μου το άδικο, και νιώθει ψυχοπόνια
                    θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ᾿ ἐλεήμων.»    μέσα η καρδιά μου, τι από σίδερο δεν είναι καμωμένη.»
                    ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἡγήσατο δῖα θεάων       Αυτά είπεν η θεά η πανέμνοστη, και μπήκε ομπρός στο δρόμο
                    καρπαλίμως: ὁ δ᾿ ἔπειτα μετ᾿ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.   γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾿ αχνάρια.
                    ἷξον δὲ σπεῖος γλαφυρὸν θεὸς ἠδὲ καὶ ἀνήρ,   Έτσι η θεά σε λίγο εγύρισε με το θνητό στο σπήλιο᾿

               195  καί ῥ᾿ ὁ μὲν ἔνθα καθέζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη   εκείνος κάθισε στο κάθισμα, που 'χεν ο Ερμής πριν λίγο
                    Ἑρμείας, νύμφη δ᾿ ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν,   αφήσει᾿ κι η ξωθιά του απίθωσε μπροστά τραπέζι πλούσιο,
                    ἔσθειν καὶ πίνειν, οἷα βροτοὶ ἄνδρες ἔδουσιν:   με ό,τι έχουν οι θνητοί και θρέφονται, να φάει, να πιει μετά της·
                    αὐτὴ δ᾿ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο,    κι ατή της απαντίκρυ κάθισε στο θεϊκό Οδυσσέα,
                    τῇ δὲ παρ᾿ ἀμβροσίην δμῳαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν.   κι αθάνατη θροφή κι αθάνατο κρασί μπροστά της βάλαν

               200  οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   οι δούλες᾿ τότε εκείνοι στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν
                    αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,   και σύντας τρώγοντας και πίνοντας ευφράθηκαν οι δυο τους,
                    τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε Καλυψώ, δῖα θεάων:   κινούσε η Καλυψώ, η πανέμνοστη θεά, το λόγο πρώτη:
                    «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν   έτσι λοιπόν ξανά στο σπίτι σου, στη γη την πατρική σου
               205  αὐτίκα νῦν ἐθέλεις ἰέναι; σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔμπης.   τώρα γοργά να πας πεθύμησες; Ας είναι, γεια χαρά σου!
                    εἴ γε μὲν εἰδείης σῇσι φρεσὶν ὅσσα τοι αἶσα   Μονάχα αν κάτεχες στα φρένα σου τα βάσανα που η μοίρα
                    κήδε᾿ ἀναπλῆσαι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,   να σύρεις γράφει, πριν τα χώματα τα πατρικά πατήσεις,
                    ἐνθάδε κ᾿ αὖθι μένων σὺν ἐμοὶ τόδε δῶμα φυλάσσοις   εδώ θ᾿ απόμενες, κοιτάζοντας το σπήλιο αυτό μαζί μου,
                    ἀθάνατός τ᾿ εἴης, ἱμειρόμενός περ ἰδέσθαι   και θα 'σουν από πάνω αθάνατος, κι ας έχεις τόσο πόθο

               210  σὴν ἄλοχον, τῆς τ᾿ αἰὲν ἐέλδεαι ἤματα πάντα.   να ιδείς το ταίρι σου, που ατέλειωτα σε τυραννά ο καημός του.
                    οὐ μέν θην κείνης γε χερείων εὔχομαι εἶναι,   Θαρρώ από κείνη εγώ χειρότερη στην ελικιά δεν είμαι
                    οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, ἐπεὶ οὔ πως οὐδὲ ἔοικεν   κι ουδέ στο ανάριμμα᾿ κι αταίριαστο να παραβγαίνουν θα 'ταν
                    θνητὰς ἀθανάτῃσι δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν.»   έτσι κι αλλιώς θνητές με αθάνατες στην ελικιά, στην όψη.»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:   Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Οδυσσέας:
   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70