Page 68 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 68

67




                    ἥ μ᾿ ἔφατ᾿ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,   που μου 'λεγε πως πλήθος βάσανα θα σύρω στα πελάγη,
                    ἄλγε᾿ ἀναπλήσειν: τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.   πριχού διαγείρω στην πατρίδα μου᾿ τώρα τελεύουν όλα.
                    οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν   Ο Δίας, για δες, με πόσα σύγνεφα τα ουράνια πλάτη ζώνει
                    Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ᾿ ἄελλαι   και πως συντάραξε τη θάλασσα! Μανιάζει το μπουρίνι

               305  παντοίων ἀνέμων. νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.   κι ολούθε οι ανέμοι ξαμολήθηκαν πια γλιτωμό δεν έχω.
                    τρὶς μάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις, οἳ τότ᾿ ὄλοντο   Μακαρισμένοι τρεις και τέσσερεις φορές οι Αργίτες, όσοι
                    Τροίῃ ἐν εὐρείῃ χάριν Ἀτρεί̈δῃσι φέροντες.   στην Τροία χάθηκαν την απλόχωρη για τους υγιούς του Ατρέα
                    ὡς δὴ ἐγώ γ᾿ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν   Να 'ταν και μένα να με σκότωναν, να μ᾿ είχε πάρει ο Χάρος
                    ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα   τη μέρα αρίφνητοι που μου 'ριχναν οι Τρώες, στον Αχιλλέα,

               310  Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεί̈ωνι θανόντι.   τον σκοτωμένο γύρα ως πάλευα, με τα χαλκά κοντάρια!
                    τῷ κ᾿ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί:   Καν τάφο θα 'χα και θα δόξαζαν οι Αργίτες τ᾿ όνομά μου'
                    νῦν δέ λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»    μα τώρα με τρισάθλιο θάνατο να σβήσω μου μελλόταν!».᾿
                    ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾿ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾿ ἄκρης   Καθώς μιλούσε, πέφτει απάνω του χιμώντας άγριο κύμα,
                    δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.   γιγάντιο, κι η πλωτή τραντάχτηκε και στρουφογύρισε όλη'

               315  τῆλε δ᾿ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ   κι ατός του απ᾿ την πλωτή τινάχτηκε μακριά, και το τιμόνι
                    ἐκ χειρῶν προέηκε: μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξεν   του ξέφυγε απ᾿ τα χέρια᾿ τ᾿ άρμπουρο τσακίστηκε στη μέση
                    δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα,   απ᾿ το μπουρίνι το άγριο που άσκωναν οι μπερδεμένοι ανέμοι,
                    τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.   κι αλάργα το πανί στη θάλασσα κι η αντένα εσφεντονίστη᾿
                    τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδ᾿   κι εκείνον στα βαθιά τον βούλιαξε νερά πολληώρα, κι ούτε
                    ἐδυνάσθη

               320  αἶψα μάλ᾿ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς:   μπορούσε να ξαναβγεί απ᾿ την ορμή του φοβερού κυμάτου᾿
                    εἵματα γάρ ῥ᾿ ἐβάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.   τα ρούχα η Καλυψώ που του 'δωκε πολύ μαθές βαραίναν.
                    ὀψὲ δὲ δή ῥ᾿ ἀνέδυ, στόματος δ᾿ ἐξέπτυσεν ἅλμην   Πρόβαλε τέλος έξω κι έφτυσε την άρμη από το στόμα,
                    πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.   που σαν ποτάμι απ᾿ το κεφάλι του πικρή χυνόταν κάτω.
                    ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,   Μα κι έτσι την πλωτή δεν ξέχασε, κι ας είχε πια αποκάμει,

               325  ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ᾿ αὐτῆς,   μονάχα εχύθη μες στα κύματα κι απάνω της επιάστη,
                    ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.   και κάθισε στη μέση, θέλοντας του Χάρου να ξεφύγει.
                    τὴν δ᾿ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.   Κι αυτήν την έσερνε θεόρατο το κύμα πέρα δώθε.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας   Πως ο βοριάς χινοπωριάτικα σαρώνει μες στον κάμπο
                    ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,   τ᾿ αγκάθια, κι όλα κουβαριάζουνται μαζί σφιχτά᾿ παρόμοια

               330  ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα:   κι αυτήν οι ανέμοι μες στο πέλαγο τη σέρναν δώθε κείθε᾿
                    ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,   μια στο βοριά ο νοτιάς την έριχνε, μαζί του να τη σύρει,
                    ἄλλοτε δ᾿ αὖτ᾿ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.   και μια ο λεβάντες την παράδινε να τη χτυπά ο πονέντης.
                    τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,   Ωστόσο η κόρη η λιγναστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
                    Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,   η Λευκοθέα, που ήταν πρωτύτερα θνητή ανθρωπολαλούσα,
               335  νῦν δ᾿ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς.   μα τώρα απ᾿ τους θεούς στα πέλαγα θεϊκές τιμές της λάχαν
                    ἥ ῥ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε᾿ ἔχοντα,   κι όπως τον είδε που παράδερνε, τον πόνεσε η καρδιά της,
                    αἰθυίῃ δ᾿ ἐικυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,   κι ως φτερωτό νεροχελίδονο ξεπρόβαλε απ᾿ το κύμα,
                    ἷζε δ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου εἶπέ τε μῦθον:   κι έκατσε απάνω στην ξυλόδετη πλωτή και του μιλουσε:
                    «κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων   «Ο Ποσειδώνας, κακορίζικε, γιατί σου οχτρεύτη τόσο,

               340  ὠδύσατ᾿ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;   ο κοσμοσείστης, και με βάσανα σε τυραννάει περίσσια;
                    οὐ μὲν δή σε καταφθίσει μάλα περ μενεαίνων.   Δε θα σου δώσει ωστόσο θάνατο, τρανή κι ας ειν᾿ η οργή του.
                    ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν:   Μα ό,τι σου πω να κάνεις᾿ άμυαλος δε μοιάζεις να 'σαι αλήθεια'
                    εἵματα ταῦτ᾿ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι   γδύσου τα ρούχα αυτά, στους ανέμους παράτα την πλωτή σου
                    κάλλιπ᾿, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου   και κολυμπώντας με τα χέρια σου πολέμησε να φτάσεις
   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73