Page 69 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 69
68
345 γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ᾿ ἐστὶν ἀλύξαι. στη γη των Φαίακων, όπου σου 'γραψεν η μοίρα να γλιτώσεις.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι Να, πάρε τώρα το μαγνάδι μου, κάτω απ᾿ τα στήθια ζωσ᾿ το,
ἄμβροτον: οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ᾿ ἀπολέσθαι. κι είναι ακατάλυτο᾿ πια θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο, Μα σαν αγγίξεις με το χέρι σου στεριά, το λύνεις πάλε
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον απ᾿ το κορμί σου, και στο πέλαγο το ρίχνεις το κρασάτο
350 πολλὸν ἀπ᾿ ἠπείρου, αὐτὸς δ᾿ ἀπονόσφι τραπέσθαι.» μακριά από τη στεριά, τα μάτια σου γυρνώντας απ᾿ την άλλη.»
ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν, Είπε η θεά, και το μαγνάδι της ως του 'βαλε στο χέρι,
αὐτὴ δ᾿ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα στην κυματούσα μέσα θάλασσα βουτάει ξανά, παρόμοια
αἰθυίῃ ἐικυῖα: μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν. νεροχελίδονο, και χώθηκε στο μαύρο κύμα μέσα.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Τότε ο Οδυσσέας ο πολυβάσανος να συλλογιέται πήρε,
355 και με βαριά καρδιά στην πέρφανη γυρνάει και λέει ψυχή του:
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν: « Ωχού, κανείς απ᾿ τους αθάνατους καινούργιο δόλο τρέμω
«ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε μπας και μου πλέκει εδώ, ζητώντας μου ν᾿ άφήσω την πλωτή
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει. μου.
ἀλλὰ μάλ᾿ οὔ πω πείσομ᾿, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσιν Μα δε θ᾿ ακούσω ευτύς· αγνάντεψαν τα μάτια μου τη χώρα
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
αλάργα ακόμα, εκεί που, ως έλεγε, θα βρω το γλιτωμό μου.
360 ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον: Αυτό θα κάνω, και μου εικάζεται το πιο καλο ως είναι:
ὄφρ᾿ ἂν μέν κεν δούρατ᾿ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ, όσο αρμοδένουν στα δεσίματα σφιγμένα τα μαδέρια,
τόφρ᾿ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων: εδώ θα κρατηθώ απαντέχοντας, βαριά κι ας τυραννιέμαι'
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ, μονάχα αν την πλωτή τα κύματα χτυπώντας ξεστελιώσουν,
νήξομ᾿, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.» θα πέσω στο νερό᾿ καλύτερο να σοφιστώ δεν έχω.»
365 ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, Αυτά ως ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,
ὦρσε δ᾿ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων, ο Ποσειδώνας κύμα εσήκωσε γιγάντιο, ο κοσμοσείστης,
δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾿ αὐτόν. φριχτό, αγριεμένο, αψηλοθόλωτο, κι απάνω του το ρίχνει.
ὡς δ᾿ ἄνεμος ζαὴς ἠί̈ων θημῶνα τινάξῃ Πως δυνατός αγέρας τ᾿ άχερα της θημωνιάς τινάζει,
καρφαλέων: τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ: ξερά όπως είναι, διασκορπώντας τα μιαν άκρη ως άλλη ολούθε,
370 ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς παρόμοια τα μακριά της σκόρπισε μαδέρια᾿ κι ο Οδυσσέας
ἀμφ᾿ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾿ ὡς ἵππον ἐλαύνων, ένα μαδέρι καβαλίκεψε, λες κι άλογο λαλούσε.
εἵματα δ᾿ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ. Βγάζει από πάνω του της έμνοστης της Καλυψώς τα ρούχα,
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν, και κάτω από τα στήθια του άπλωσε το θείο κεφαλοπάνι,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας, κι ανοίγοντας τα χέρια, μπρούμυτα στο κύμα μέσα ερίχτη,
375 νηχέμεναι μεμαώς. ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων, να κολυμπήσει. Κι ως τον κοίταξεν ο μέγας Κοσμοσείστης,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν: την κεφαλή του σειώντας μίλησε μες στην καρδιά του κι είπε:
«οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον, «Έτσι, τραβώντας πάθη αρίφνητα, μες στα πελάγη δέρνου,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς. η ώρα ως να 'ρθεί, που θεογέννητους ανθρώπους πια θα σμίξεις.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.» Μα κι έτσι λέω για τα τυράννια σου παράπονο δε θα 'χεις.»
380 ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους, Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
ἵκετο δ᾿ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾿ ἔασιν. και στις Αιγές, στο πολυξάκουστο παλάτι του διαγέρνει.
αὐτὰρ Ἀθηναίη κούρη Διὸς ἄλλ᾿ ἐνόησεν. Ωστόσο κι η Αθηνά στοχάζουνταν άλλες δουλειές να κάνει'
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους, τις στράτες των ανέμων έδεσε των άλλων, και να κόψουν
παύσασθαι δ᾿ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας: του γιου του Κρόνου η κόρη πρόσταξε και να πλαγιάσουν όλοι'
385 ὦρσε δ᾿ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾿ ἔαξεν, και το βοριά τρανό ξεσήκωσε, κι ομπρός το κύμα στρώνει,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη ως που τους Φαίακες τους περίλαμπρους να σμίξει κουπολάτες
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας. ο θείος Οδυσσέας, ξεφεύγοντας της μοίρας και του Χάρου.
ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾿ ἤματα κύματι πηγῷ Δυο νύχτες και δυο μέρες δέρνουνταν στο φουσκωμένο κύμα,