Page 70 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 70

69




                    πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾿ ὄλεθρον.   και το χαμό η καρδιά του αντίκριζε κάθε στιγμή μπροστά του'
               390  ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,   μα η τρίτη ως ήρθε κι η ωριοπλέξουδη πια είχεν Αυγή προβάλει,
                    καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη   πήρε ο βοριάς και καταλάγιασε, και χύθηκε γαλήνη
                    ἔπλετο νηνεμίη: ὁ δ᾿ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν   απάνεμη· κι εκείνος ξέκρινε με κοφτερό το μάτι,
                    ὀξὺ μάλα προϊδών, μεγάλου ὑπὸ κύματος ἀρθείς.   κύμα τρανό καθώς τον σήκωσε, στεριά πιο μπρος του λίγο.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ   Πόση χαρά τα τέκνα νιώθουνε τον κύρη τους θωρώντας,
               395  πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κεῖται κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων,   που σε βαριάν αρρώστια κοίτεται και λιώνει χρόνια τώρα
                    δηρὸν τηκόμενος, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων,   μέσα στους πόνους, τι τον χτύπησε κάποιος θεός που οργίστη,
                    ἀσπάσιον δ᾿ ἄρα τόν γε θεοὶ κακότητος ἔλυσαν,   και τέλος οι θεοί τον γλίτωσαν, κι είναι τρανή η χαρά τους —
                    ὣς Ὀδυσεῖ ἀσπαστὸν ἐείσατο γαῖα καὶ ὕλη,   παρόμοια κι ο Οδυσσέας εχάρηκε, τη γη, τα δάση ως είδε'
                    νῆχε δ᾿ ἐπειγόμενος ποσὶν ἠπείρου ἐπιβῆναι.   κι έπλεκε γρήγορα, τα πόδια του πια χώμα να πατήσουν.

               400  ἀλλ᾿ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,   Μα σύντας τόσο κοντοζύγωσεν, όσο η φωνή γρικιέται,
                    καὶ δὴ δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης:   το βρούχος άκουσε της θάλασσας βαρύ στα βράχια απάνω'
                    ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο   τρανό το κύμα εβόγγα πέφτοντας στις ξέρες και πηδούσε
                    δεινὸν ἐρευγόμενον, εἴλυτο δὲ πάνθ᾿ ἁλὸς ἄχνῃ:   ψηλά ξεσπάζοντας, και κρύβουνταν τα πάντα σε αλισάχνη:
                    οὐ γὰρ ἔσαν λιμένες νηῶν ὄχοι, οὐδ᾿ ἐπιωγαί.   Δεν είχε εκεί λιμάνια γι᾿ άρμενα κι ουδ᾿ είχε αραξοβόλια,

               405                                          ήταν μονάχα κάβοι απόγκρεμοι, με ξέρες και με βράχια.
                    ἀλλ᾿ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν σπιλάδες τε πάγοι τε:
                                                            Και τότε και καρδιά και γόνατα λυθήκαν του Οδυσσέα,
                    καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
                                                            κι αυτά βαρυγκομώντας μίλησε στην πέρφανη ψυχή του:
                    ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν:
                                                            «Αλί μου, τώρα ο Δίας που μου 'δωκε στεριά να ιδώ μπροστά
                    «ὤ μοι, ἐπεὶ δὴ γαῖαν ἀελπέα δῶκεν ἰδέσθαι
                                                            μου,
                    Ζεύς, καὶ δὴ τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα,
                                                            ανέλπιστα, και τόσο πέλαγο περνώντας έχω σκίσει,
               410  ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ᾿ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε:   δε βλέπω τρόπο από τη θάλασσα να βγω την αφρισμένη·
                    ἔκτοσθεν μὲν γὰρ πάγοι ὀξέες, ἀμφὶ δὲ κῦμα   τι απόξω στέκουν αγκυλόβραχοι, και γύρα τους το κύμα
                    βέβρυχεν ῥόθιον, λισσὴ δ᾿ ἀναδέδρομε πέτρη,   μουγκρίζει βογγόντας, κι υψώνεται κοφτός του βράχου ο τοίχος,
                    ἀγχιβαθὴς δὲ θάλασσα, καὶ οὔ πως ἔστι πόδεσσι   κι είναι βαθιά από κάτω η θάλασσα᾿ στα δυο μου πόδια τόπος
                    στήμεναι ἀμφοτέροισι καὶ ἐκφυγέειν κακότητα:   ν᾿ ανέβω να σταθώ δε βρίσκεται, να λείψω απ᾿ τα τυράννια.

               415                                          Μήπως, ως βγαίνω, κύμα αρπώντας με τρανό με ρίξει απάνω
                    μή πώς μ᾿ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ   στους στέριους βράχους, κι όλη η φόρα μου χαμένη πάει,
                    κῦμα μέγ᾿ ἁρπάξαν: μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή.   φοβούμαι.
                    εἰ δέ κ᾿ ἔτι προτέρω παρανήξομαι, ἤν που ἐφεύρω   Αν πάλε πάω πιο πέρα, πλέκοντας γιαλό γιαλό, μην έβρω
                    ἠιόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης,
                                                            κάπου γυρόγιαλα απαλόστρωτα και σίγουρα λιμάνια,
                    δείδω μή μ᾿ ἐξαῦτις ἀναρπάξασα θύελλα
                                                            η ανεμοζάλη τρέμω αρπώντας με μπας και ξανά με ρίξει
               420  πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρῃ βαρέα στενάχοντα,   στο ψαροθρόφο πίσω πέλαγο, στα βογγητά μου μέσα᾿
                    ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων   για και θεός τρανό θεριόψαρο να μου χιμίξει βγάλει;
                    ἐξ ἁλός, οἷά τε πολλὰ τρέφει κλυτὸς Ἀμφιτρίτη:   απ᾿ τους βυθούς, απ᾿ όσα αρίφνητα θρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.
                    οἶδα γάρ, ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς ἐννοσίγαιος.»   Το ξέρω, ο Κοσμοσείστης μάνητα πόση κρατάει για μένα!»
                    ἧος ὁ ταῦθ᾿ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,   Κι ως τούτα ανάδευε στα φρένα του βαθιά και στην καρδιά του,

               425  τόφρα δέ μιν μέγα κῦμα φέρε τρηχεῖαν ἐπ᾿ ἀκτήν.   κύμα θεόρατο τον πέταξε στου ακρόγιαλου τα βράχια᾿
                    ἔνθα κ᾿ ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη, σὺν δ᾿ ὀστέ᾿ ἀράχθη,   τα κόκαλα του τότε θα 'σπαζε, τις σάρκες θα ξεσκούσε,
                    εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη:   αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δε φώτιζε το νου του'
                    ἀμφοτέρῃσι δὲ χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης,   χιμώντας σ᾿ ένα βράχο επιάστηκε και με τα δυο του χέρια,
                    τῆς ἔχετο στενάχων, ἧος μέγα κῦμα παρῆλθε.   κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας, ως να διαβεί το κύμα.

               430  καὶ τὸ μὲν ὣς ὑπάλυξε, παλιρρόθιον δέ μιν αὖτις   Έτσι το γλίτωσε᾿ ξανάστροφα γυρνώντας όμως τούτο,
   65   66   67   68   69   70   71   72   73   74   75