Page 72 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 72
71
ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι: Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλο πως είναι,
475 βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ὕλην: τὴν δὲ σχεδὸν ὕδατος εὗρεν δάσο να πάει να βρεί᾿ το πέτυχε στον ποταμό αποδίπλα,
ἐν περιφαινομένῳ: δοιοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπήλυθε θάμνους, ψηλά σε ξάγναντο, και τρύπωσε σε δυο από κάτω θάμνα,
ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτας: ὁ μὲν φυλίης, ὁ δ᾿ ἐλαίης. φελίκι το 'να, το άλλο λιόδεντρο, που φύτρωναν αντάμα.
τοὺς μὲν ἄρ᾿ οὔτ᾿ ἀνέμων διάη μένος ὑγρὸν ἀέντων, Οι ανέμοι οι νοτεροί δεν έφταναν φυσώντας εκεί μέσα,
οὔτε ποτ᾿ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν, μηδέ ποτέ κι ο γήλιος τα 'βρισκε με τις λαμπρές του αχτίδες,
480 οὔτ᾿ ὄμβρος περάασκε διαμπερές: ὣς ἄρα πυκνοὶ μηδέ η βροχή το χώμα ενότιζε περνώντας μέσα — τόσο
ἀλλήλοισιν ἔφυν ἐπαμοιβαδίς: οὓς ὑπ᾿ Ὀδυσσεὺς το 'να με τ᾿ άλλο σφιχτομπλέκουνταν. Εκεί από κάτω εχώθη
δύσετ'. ἄφαρ δ᾿ εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσὶ φίλῃσιν τότε ο Οδυσσέας, και με τα χέρια του γοργά σκαρώνει στρώμα
εὐρεῖαν: φύλλων γὰρ ἔην χύσις ἤλιθα πολλή, πλατύχωρο, απ᾿ τα φύλλα που 'τυχαν πολλά χυμένα γύρω.
ὅσσον τ᾿ ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι Με τούτα δυο και τρεις θα δύνουνταν να σκεπαστούν ανθρώποι,
485 ὥρῃ χειμερίῃ, εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνοι. και να 'ναι κι άγριο μεσοχείμωνο, κακοκαιριά μεγάλη.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Το στρώμα ως είδε ο πολυβάσανος θείος Οδυσσέας εχάρη,
ἐν δ᾿ ἄρα μέσσῃ λέκτο, χύσιν δ᾿ ἐπεχεύατο φύλλων. και πέφτοντας στη μέση εσώρωσε πολλά από πάνω φύλλα.
ὡς δ᾿ ὅτε τις δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Πως μες στη μαύρη αθάλη χώνουμε δαυλό μισαναμμένο,
ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῆς, ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι, σε χτήμα απόμερο, που γύρα του δε βρίσκουνται γειτόνοι,
490 σπέρμα πυρὸς σώζων, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι, να μένει σπίθα για προσάναμμα, να μη ζητάμε αλλούθε —
ὣς Ὀδυσεὺς φύλλοισι καλύψατο: τῷ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀθήνη παρόμοια κι ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα, κι η Παλλάδα
ὕπνον ἐπ᾿ ὄμμασι χεῦ᾿, ἵνα μιν παύσειε τάχιστα στα μάτια του ύπνο πήρε κι έχυσε, που να του ξαλαφρώσει,
δυσπονέος καμάτοιο φίλα βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψας. στα βλέφαρα του απάνω απλώνοντας, τον κάματο τον πλήθιο.