Page 76 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 76

75




                    ὣς εἰπὼν θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,   Είπε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και πρόβαλε απ᾿ τα θάμνα,
                    ἐκ πυκινῆς δ᾿ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ   κι απ᾿ τον πυκνό το λόγγο ετσάκισε με το βαρύ του χέρι
                    φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροὶ̈ μήδεα φωτός.   κλωνάρι φουντωμένο, ολόγυρα να κρύψει την ντροπή του'

               130  βῆ δ᾿ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθώς,   και βγήκε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, αντρεία κι ορμή γεμάτος,
                    ὅς τ᾿ εἶσ᾿ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε   βροχοδαρμένος, ανεμόδαρτος, που κίνησε, και φλόγες
                    δαίεται: αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀίεσσιν   πετούν τα μάτια του, σε πρόβατα να πέσει για σε βόδια,
                    ἠὲ μετ᾿ ἀγροτέρας ἐλάφους: κέλεται δέ ἑ γαστὴρ   για και στου λόγγου τα λαφόπουλα᾿ τι η πείνα τον κεντρίζει
                    μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν:   αρνίσιο κρέας να φάει, χιμίζοντας και στην πιο στεριά μάντρα.

               135  ὣς Ὀδυσεὺς κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισιν ἔμελλε   Όμοια ο Οδυσσέας τις καλοπλέξουδες κοπέλες πήρε δρόμο -
                    μίξεσθαι, γυμνός περ ἐών: χρειὼ γὰρ ἵκανε.   να σμίξει, και γυμνός· τον έσφιγγε τρανή μαθές ανάγκη.
                    σμερδαλέος δ᾿ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ,   Τον είχε φάγει η αρμύρα κι έδειχνε φριχτός, για τούτο εκείνες
                    τρέσσαν δ᾿ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ᾿ ἠιόνας προὐχούσας:   σκιαγμένες στου γιαλού διασκόρπισαν τις γλώσσες δώθε κείθε.
                    οἴη δ᾿ Ἀλκινόου θυγάτηρ μένε: τῇ γὰρ Ἀθήνη   Μόνο του Αλκίνου η κόρη εστάθηκε᾿ τι στην καρδιά κουράγιο

               140  θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων.   της έβαλε η Αθηνά κι απόδιωξε το φόβο απ᾿ το κορμί της᾿
                    στῆ δ᾿ ἄντα σχομένη: ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς,   και στάθη αντίκρυ αμετασάλευτη. Κι εκείνος στοχαζόταν,
                    ἢ γούνων λίσσοιτο λαβὼν ἐυώπιδα κούρην,   τάχα την κόρη την πανέμορφη να πιάσει από τα γόνα,
                    ἦ αὔτως ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι   για και μακριά θε με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
                    λίσσοιτ᾿, εἰ δείξειε πόλιν καὶ εἵματα δοίη.   την πολιτεία που πέφτει αν του 'δειχνε και του 'δινε και ρούχα.

               145  ὣς ἄρα οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,   Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
                    λίσσεσθαι ἐπέεσσιν ἀποσταδὰ μειλιχίοισι,   Μακριάθε πρώτα με γλυκόλογα να την παρακαλέσει,
                    μή οἱ γοῦνα λαβόντι χολώσαιτο φρένα κούρη.   μήπως θυμώσει η κόρη, αν έπιανε τα γόνατα της ξάφνου.
                    αὐτίκα μειλίχιον καὶ κερδαλέον φάτο μῦθον.   Ευτύς λοιπόν γλυκά της μίλησε και καλοζυγιασμένα:
                    «γουνοῦμαί σε, ἄνασσα: θεός νύ τις, ἦ βροτός ἐσσι;   «Στα γόνατα σου πέφτω, αρχόντισσα! Θεός, θνητός, τι να 'σαι;

               150  εἰ μέν τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,   Θεός αν είσαι, απ᾿ όσους τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
                    Ἀρτέμιδί σε ἐγώ γε, Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,   εγώ πιο απ᾿ όλους με την Άρτεμη, του τρανού Δία την κόρη,
                    εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ᾿ ἄγχιστα ἐίσκω:   σε συνομοιάζω στο παράστημα, στην ελικιά, στην όψη.
                    εἰ δέ τίς ἐσσι βροτῶν, τοὶ ἐπὶ χθονὶ ναιετάουσιν,   Θνητών αν είσαι πάλε γέννημα, που ζουν στη γης απάνω,
                    τρὶς μάκαρες μὲν σοί γε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,   χαρά στον κύρη και στη μάνα σου και τρεις φορές χαρά τους,

               155  τρὶς μάκαρες δὲ κασίγνητοι: μάλα πού σφισι θυμὸς   και τρεις φορές χαρά στ᾿ άδέρφια σου, που απ᾿ αφορμή δικιά σου
                    αἰὲν ἐυφροσύνῃσιν ἰαίνεται εἵνεκα σεῖο,   βαθιά αναγάλλιαση στα στήθη τους θα νιώθουν κάθε τόσο,
                    λευσσόντων τοιόνδε θάλος χορὸν εἰσοιχνεῦσαν.   τέτοιο βλαστάρι καμαρώνοντας μες στο χορό να μπαίνει.
                    κεῖνος δ᾿ αὖ περὶ κῆρι μακάρτατος ἔξοχον ἄλλων,   Μα ο πιο καλότυχος — χαρά στονε χίλιες φορές!— που δώρα
                    ὅς κέ σ᾿ ἐέδνοισι βρίσας οἶκόνδ᾿ ἀγάγηται.   περίσσια δίνοντας στο σπίτι του γυναίκα θα σε πάρει.

               160  οὐ γάρ πω τοιοῦτον ἴδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν,   Τέτοιο θνητό ποτέ τα μάτια μου δεν έχουν δει, μήτε άντρα
                    οὔτ᾿ ἄνδρ᾿ οὔτε γυναῖκα: σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωντα.    μήτε γυναίκα αλήθεια᾿ θάμπωσα θωρώντας σε μπροστά μου!
                    Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ   Μονάχα στο βωμό του Απόλλωνα, στη Δήλο, κάποια μέρα
                    φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα:   μιας φοινικιάς βλαστάρι νιόβγαλτου ξεπετιόταν είδα᾿
                    ἦλθον γὰρ καὶ κεῖσε, πολὺς δέ μοι ἕσπετο λαός,   τι κι απ᾿ τα μέρη εκείνα διάβηκα, κι ήταν πολλοί που ακλούθουν

               165  τὴν ὁδὸν ᾗ δὴ μέλλεν ἐμοὶ κακὰ κήδε᾿ ἔσεσθαι.   στη στράτα αυτή, που η μοίρα μου 'γραφε βαριά να σύρω πάθη.
                    ὣς δ᾿ αὔτως καὶ κεῖνο ἰδὼν ἐτεθήπεα θυμῷ   Όμοια κι εκείνο τότε βλέποντας στεκόμουν ώρα, κι είχα
                    δήν, ἐπεὶ οὔ πω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης,   θαμπώσει, τι στη γη δεν πρόβαλε τέτοιος βλαστός ως τώρα —
                    ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαί τε τέθηπά τε, δείδια δ᾿ αἰνῶς   όπως και σένα καμαρώνοντας θαμπώνω, κόρη· τρέμω
                    γούνων ἅψασθαι: χαλεπὸν δέ με πένθος ἱκάνει.   τα γόνα να σου αγγίξω, αβάσταχτος καημός κι ας με βαραίνει.

               170  χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον:   Χτες μόλις γλίτωσα, αφού πέρασα στο πέλαο το κρασάτο
   71   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81