Page 79 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 79
78
πατρὸς ἐμοῦ πρὸς δῶμα δαί̈φρονος, ἔνθα σέ φημι θα σε οδηγήσω εγώ του αντρόκαρδου πατέρα μου᾿ κει μέσα
πάντων Φαιήκων εἰδησέμεν ὅσσοι ἄριστοι. σου λέω τους Φαίακες, όσοι είναι άρχοντες, θα τους γνωρίσεις
ἀλλὰ μάλ᾿ ὧδ᾿ ἔρδειν, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν: όλους.
ὄφρ᾿ ἂν μέν κ᾿ ἀγροὺς ἴομεν καὶ ἔργ᾿ ἀνθρώπων, Κι ό,τι σου πω να κάνεις᾿ άμυαλος δε μοιάζει να 'σαι αλήθεια'
όση ώρα θα περνούμε ξώμερα και καλλουργιές κι αμπέλια,
260 τόφρα σὺν ἀμφιπόλοισι μεθ᾿ ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν εσύ απ᾿ τις μούλες και την άμαξα πιο πίσω λίγο τρέχα
καρπαλίμως ἔρχεσθαι: ἐγὼ δ᾿ ὁδὸν ἡγεμονεύσω. με βιάση, αντάμα με τις βάγιες μου᾿ τη στράτα εγώ θα δείχνω.
αὐτὰρ ἐπὴν πόλιος ἐπιβήομεν, ἣν πέρι πύργος Στην πολιτεία σαν όμως φτάσουμε, που γύρα καστροτείχι
ὑψηλός, καλὸς δὲ λιμὴν ἑκάτερθε πόληος, ψηλό τη ζώνει, και δεξόζερβα διπλό λιμάνι ανοίγει,
λεπτὴ δ᾿ εἰσίθμη: νῆες δ᾿ ὁδὸν ἀμφιέλισσαι κι είναι στενή η μπασιά, και τ᾿ άρμενα τα γυριστά σερμένα
265 εἰρύαται: πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ. μιαν άκρη ως άλλη, τι καθένας τους κρατάει δικό του τόπο-
ἔνθα δέ τέ σφ᾿ ἀγορὴ καλὸν Ποσιδήιον ἀμφίς, εκεί 'ναι κι η αγορά, στον όμορφο του Ποσειδώνα δίπλα
ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσ᾿ ἀραρυῖα. βωμό, και γύρω έχει να κάθουνται κουβαλημένες πέτρες,
ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσι, στη γη χωστές᾿ εκεί για τ᾿ άρματα τα μελανά τα ξάρτια,
πείσματα καὶ σπεῖρα, καὶ ἀποξύνουσιν ἐρετμά. πανιά και παλαμάρια, φτιάνουνε και τα κουπιά τορνεύουν'
270 οὐ γὰρ Φαιήκεσσι μέλει βιὸς οὐδὲ φαρέτρη, δεν τους τραβούν τους Φαίακες τ᾿ άρματα—δοξάρια, σαϊτολόγοι —
ἀλλ᾿ ἱστοὶ καὶ ἐρετμὰ νεῶν καὶ νῆες ἐῖσαι, μον᾿ τα κουπιά των πλοίων και τ᾿ άρμπουρα, τα ζυγιαστά καράβια·
ᾗσιν ἀγαλλόμενοι πολιὴν περόωσι θάλασσαν. με τούτα τ᾿ αφρισμένα κύματα, χαρά γεμάτοι, σκίζουν.
τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα, μή τις ὀπίσσω Αυτών φοβουμαι τα πικρόλογα, ξοπίσω μη με πιάσει
μωμεύῃ: μάλα δ᾿ εἰσὶν ὑπερφίαλοι κατὰ δῆμον: κανείς στο στόμα του᾿ περήφανος μαθές εδώ είναι ο κόσμος.
275 Αν κάποιος μας ιδεί αχαμνότερος στο δρόμο, θα φωνάξει:
καί νύ τις ὧδ᾿ εἴπῃσι κακώτερος ἀντιβολήσας:
,, Ο όμορφος ξένος κι αψηλόκορμος, στη Ναυσικά ξοπίσω
‘τίς δ᾿ ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται καλός τε μέγας τε
ξεῖνος; ποῦ δέ μιν εὗρε; πόσις νύ οἱ ἔσσεται αὐτῇ. που πάει, ποιος να 'ναι; που τον πέτυχε; θαρρώ τον θέλει γι᾿
άντρα!
ἦ τινά που πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηὸς Από καράβι, εδώ που ξέπεσε, μπας και τον πήρε, κι είναι
ἀνδρῶν τηλεδαπῶν, ἐπεὶ οὔ τινες ἐγγύθεν εἰσίν:
αλαργοτάξιδος; τι γύρω μας δεν έχουμε γειτόνους,
280 Μπορεί να θερμοπαρακάλεσε στις προσευκές της κι ήρθε
ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ πολυάρητος θεὸς ἦλθεν ψηλά απ᾿ τα ουράνια ένας αθάνατος, για να την κάνει ταίρι.
οὐρανόθεν καταβάς, ἕξει δέ μιν ἤματα πάντα. Έτσι καλύτερα, αν κυνήγησε και βρήκε μοναχή της
βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν άντρα απ᾿ αλλού! Που καταδέχεται μαθές εμάς τους ντόπιους
ἄλλοθεν: ἦ γὰρ τούσδε γ᾿ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον τους Φαίακες, κι ας τη θέλουν ταίρι τους πολλά αρχοντόπουλα
Φαίηκας, τοί μιν μνῶνται πολέες τε καὶ ἐσθλοί.’
μας!"
285 Αυτά θα πουν, κι εγώ απ᾿ τα λόγια τους πολλή ντροπή θα πάρω.
ὣς ἐρέουσιν, ἐμοὶ δέ κ᾿ ὀνείδεα ταῦτα γένοιτο.
Εγώ και με άλλην λέω συχύζουμαι, που τέτοια πάει και κάνει,
καὶ δ᾿ ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥ τις τοιαῦτά γε ῥέζοι,
κι ας ζουν ο κύρης της κι η μάνα της, κι αθέλητα τους τρέχει
ἥ τ᾿ ἀέκητι φίλων πατρὸς καὶ μητρὸς ἐόντων,
και σμίγει με άντρες, πριν το γάμο της γιορτάσει μπρος στον
ἀνδράσι μίσγηται, πρίν γ᾿ ἀμφάδιον γάμον ἐλθεῖν.
κόσμο.
ὣξεῖνε, σὺ δ᾿ ὦκ᾿ ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα τάχιστα
Άκουσε, ξένε, την ορμήνια μου, συντρόφους να σου δώσει
290 πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς παρὰ πατρὸς ἐμοῖο. κι ο κύρης μου μιαν ώρα αρχύτερα και να διαγείρεις πίσω:
δήεις ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης ἄγχι κελεύθου Θα βρεις, στο δρόμο πλάι, της Αθηνάς ιερό από λεύκες δάσο,
αἰγείρων: ἐν δὲ κρήνη νάει, ἀμφὶ δὲ λειμών: όλο ομορφιά, με μια ανεβάλλουσα, κι ολόγυρα λιβάδι.
ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῦ τέμενος τεθαλυῖά τ᾿ ἀλωή, Εκεί μετόχι έχει ο πατέρας μου κι ολόδροσο περβόλι,
τόσσον ἀπὸ πτόλιος, ὅσσον τε γέγωνε βοήσας. στην πολιτεία κοντά· θα σε άκουγαν, αν φώναζες εκείθε.
295 ἔνθα καθεζόμενος μεῖναι χρόνον, εἰς ὅ κεν ἡμεῖς Κει πέρα κάθισε και πρόσμενε, στο κάστρο μέσα πρώτα
ἄστυδε ἔλθωμεν καὶ ἱκώμεθα δώματα πατρός. να πάμε εμείς και στου πατέρα μου να μπούμε το παλάτι.