Page 83 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 83

82




               85   δῶμα καθ᾿ ὑψερεφὲς μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.   το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν — σα φεγγαριού, σαν ήλιου.
                    χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέδατ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα,   Χάλκινοι οι τοίχοι του ζερβόδεξα, που απ᾿ το κατώφλι ως μέσα
                    ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο:   τραβούσαν, και ψηλά τους έζωνε μια ζώνη από λαζούρι.
                    χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον:   Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν το σπίτι, κι ασημένιοι
                    σταθμοὶ δ᾿ ἀργύρεοι ἐν χαλκέῳ ἕστασαν οὐδῷ,   πάνω στο χάλκινο στηρίζουνταν κατώφλι οι παραστάτες·

               90   ἀργύρεον δ᾿ ἐφ᾿ ὑπερθύριον, χρυσέη δὲ κορώνη.   κι είχε κρικέλι ατόφιο μάλαμα κι ανώφλι ατόφιο ασήμι.
                    χρύσειοι δ᾿ ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν,   Κι ήταν και δυο σκυλιά ζερβόδεξα χρυσά, και δυο ασημένια,
                    οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι   μαστορεμένα από τον Ήφαιστο με τη σοφή του τέχνη,
                    δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,   του Αλκίνοου να φυλάν του αντρόκαρδου το σπίτι νύχτα μέρα,
                    ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα.   κι ήταν αθάνατα κι αγέραστα. Και μες στο αρχονταρίκι

               95   ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα,   απ᾿ το κατώφλι ως μέσα αδιάκοπα γραμμή θρονιά ακουμπούσαν
                    ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾿ ἐνὶ πέπλοι   στους τοίχους δώθε κείθε, κι έβλεπες απάνω τους ριγμένα
                    λεπτοὶ ἐύννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.   λεπτά, καλόφαντα σκεπάσματα, φασμένα από γυναίκες.
                    ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο    Εκεί συχνά των Φαίακων οι άρχοντες να φαν, να πιουν κάθονταν,
                    πίνοντες καὶ ἔδοντες: ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.   κι είχαν μπροστά τους όσα θα 'φταναν γι᾿ ακέριο χρόνο ακόμα.

               100  χρύσειοι δ᾿ ἄρα κοῦροι ἐυδμήτων ἐπὶ βωμῶν   Μαλαματένιοι πάνω νιούτσικοι σε στέριους στυλοβάτες
                    ἕστασαν αἰθομένας δαί̈δας μετὰ χερσὶν ἔχοντες,   στέκαν κρατώντας μες στα χέρια τους δαυλιά φλογαναμμένα,
                    φαίνοντες νύκτας κατὰ δώματα δαιτυμόνεσσι.   να 'χουν να φέγγουν στους συντράπεζους τις νύχτες στο παλάτι.
                    πεντήκοντα δέ οἱ δμωαὶ κατὰ δῶμα γυναῖκες   Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει'
                    αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλῃς ἔπι μήλοπα καρπόν,   άλλες αλέθουν στους χερόμυλους καρπό χρυσό σα μήλο,

               105  αἱ δ᾿ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν   άλλες υφαίνουν για τη ρόκα τους γυρνούνε, καθισμένες,
                    ἥμεναι, οἷά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο:   καθώς της λεύκας της λιγνόκορμης τα φύλλα, δίπλα δίπλα,
                    καιρουσσέων δ᾿ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.   κι απ᾿ τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει'
                    ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν   τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες, στα πελάγη
                    νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες   να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι

               110  ἱστῶν τεχνῆσσαι: πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη   στην τέχνη του αργαλειού οι γυναίκες τους· τις μοίρανε η Παλλάδα
                    ἔργα τ᾿ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.   και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες να 'ναι.
                    ἔκτοσθεν δ᾿ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων   Απόξω απ᾿ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
                    τετράγυος: περὶ δ᾿ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.   τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
                    ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,   και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:

               115  ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι   εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε,
                    συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.   εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε.
                    τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾿ ἀπολείπει   Καρπός δε χάνεται, μια που 'δεσε, κι ουδέ τους απολείπει
                    χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος: ἀλλὰ μάλ᾿ αἰεὶ   χειμώνα καλοκαιρι, αδιάκοπα· τι ασίγαστα φυσώντας
                    Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.   εδώ γεννάει καρπούς ο ζέφυρος κι άλλους εκεί γουρμάζει.
               120  ὄγχνη ἐπ᾿ ὄγχνῃ γηράσκει, μῆλον δ᾿ ἐπὶ μήλῳ,   Απίδι απά στο απίδι ψήνεται, και μήλο απά στο μήλο,
                    αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλή, σῦκον δ᾿ ἐπὶ σύκῳ.   σύκο στο σύκο απάνω, αδιάκοπα, σταφύλι στο σταφύλι.
                    ἔνθα δέ οἱ πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται,   Ακόμα αμπέλι εκεί πολύκαρπο του βασιλιά ριζώνει·
                    τῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ   στο 'να του μέρος, για το στέγνωμα των σταφυλιών στον ήλιο,
                    τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ᾿ ἄρα τε τρυγόωσιν,   εχει ένα αλώνι, κι άλλα είναι ώρα τους να τα τρυγήσουν, κι άλλα

               125  ἄλλας δὲ τραπέουσι: πάροιθε δέ τ᾿ ὄμφακές εἰσιν   να τα πατήσουν, κι άλλα είναι άγουρα πιο πέρα, τον αθό τους
                    ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ᾿ ὑποπερκάζουσιν.   μόλις που τίναξαν, και παίρνουνε να κοκκινίζουν άλλα.
                    ἔνθα δὲ κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον   Κει που τελεύουν πια τα κλήματα, λογής λογής, με τάξη
                    παντοῖαι πεφύασιν, ἐπηετανὸν γανόωσαι:   βαλμένες οι βραγιές κατάχλωρες ολοχρονίς φουντώνουν.
                    ἐν δὲ δύω κρῆναι ἡ μέν τ᾿ ἀνὰ κῆπον ἅπαντα   Είναι και βρύσες δυό· ποτίζεται τρογύρα το περβόλι
   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87   88