Page 87 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 87

86




                    ἀλλ᾿ ἐμὸν οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν.   όμως ποτέ δε μου μετάστρεψε τη γνώμη μες στα στήθη.
                    ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον ἔμπεδον, εἵματα δ᾿ αἰεὶ   Χρόνους εφτά εκεί πέρα αδιάκοπα καθόμουν, κι όσα ρούχα

               260  δάκρυσι δεύεσκον, τά μοι ἄμβροτα δῶκε Καλυψώ:   η Καλυψώ μου φόρειε αθάνατα, τα μούσκευα στο δάκρυ.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ὀγδόατόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν,   Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα τα οχτώ σα φτάσαν χρόνια,
                    καὶ τότε δή μ᾿ ἐκέλευσεν ἐποτρύνουσα νέεσθαι   μου 'πε να φύγω πια και μ᾿ έσπρωξε να στρέψω στην πατρίδα
                    Ζηνὸς ὑπ᾿ ἀγγελίης, ἢ καὶ νόος ἐτράπετ᾿ αὐτῆς.   για ο Δίας το πρόσταξε για κι άλλαξε βουλή από μοναχού της.
                    πέμπε δ᾿ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου, πολλὰ δ᾿ ἔδωκε,   Μέσα σε μια πλωτή ξυλόδετη με βάζει, μου φορτώνει

               265  σῖτον καὶ μέθυ ἡδύ, καὶ ἄμβροτα εἵματα ἕσσεν,   ψωμί, κρασί γλυκό, κι αθάνατα φορέματα με ντύνει·
                    οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε.   κι έπειτα αγέρα πρίμο, απείραγο, γλυκόπνογο μου στέλνει.
                    ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μὲν πλέον ἤματα ποντοπορεύων,   Διάβηκαν δεκαεφτά μερόνυχτα που αρμένιζα στο κύμα·
                    ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα   στις δεκοχτώ τα βαθιογίσκιωτα βουνά πρόβαλαν τέλος
                    γαίης ὑμετέρης, γήθησε δέ μοι φίλον ἦτορ   της χώρας της δικιάς σας· κι ένιωσε χαρά η καρδιά μου τοτε

               270  δυσμόρῳ: ἦ γὰρ ἔμελλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀιζυῖ   του δύστυχου, τι πλήθος βάσανα με απάντεχαν ακόμα,
                    πολλῇ, τήν μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,   που ο Ποσειδώνας μου ξαπόστειλεν ο κοσμοσείστης ξάφνου·
                    ὅς μοι ἐφορμήσας ἀνέμους κατέδησε κέλευθον,   τι μου ξεσήκωσε τους ανέμους και μου 'κλεισε τις στράτες,
                    ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον, οὐδέ τι κῦμα   και τόσο ετάραξε τη θάλασσα, που πάνω στην πλωτή μου
                    εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι.   το κύμα να σταθώ δεν άφηνε, κι αβάσταχτα θρηνούσα.

               275  τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδασ': αὐτὰρ ἐγώ γε   Σε λίγο ένα μπουρίνι εσκόρπισε τα ξύλα της πλωτής μου·
                    νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον, ὄφρα με γαίῃ   και πήρα εγώ να σκίζω πλέκοντας της θάλασσας τα πλάτη,
                    ὑμετέρῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ.   ως που στη γη σας πια με ζύγωσαν τα ρέματα κι οι ανέμοι.
                    ἔνθα κέ μ᾿ ἐκβαίνοντα βιήσατο κῦμ᾿ ἐπὶ χέρσου,   Εκεί το κύμα θα με σκότωνε, καθώς να βγω ζητούσα,
                    πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέι χώρῳ:   σε βράχους αψηλούς πετώντας με και σ᾿ άγρια περιγιάλια.

               280  ἀλλ᾿ ἀναχασσάμενος νῆχον πάλιν, ἧος ἐπῆλθον   Μα έκανα πίσω και ξανάρχισα να πλέκω, ωσόπου φτάνω
                    ἐς ποταμόν, τῇ δή μοι ἐείσατο χῶρος ἄριστος,   στον ποταμό μπροστά᾿ μου εικάστηκε πολύ καλός ο τόπος,
                    λεῖος πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο.   απάγγειος και χωρίς ξερόβραχα. Με την ψυχή στα δόντια
                    ἐκ δ᾿ ἔπεσον θυμηγερέων, ἐπὶ δ᾿ ἀμβροσίη νὺξ   πετάχτηκα όξω και σωριάστηκα, κι ως έφτασεν η νύχτα
                    ἤλυθ'. ἐγὼ δ᾿ ἀπάνευθε διιπετέος ποταμοῖο   η αθάνατη, απ᾿ το ουρανογέννητο ξεμάκρυνα ποτάμι

               285  ἐκβὰς ἐν θάμνοισι κατέδραθον, ἀμφὶ δὲ φύλλα   κι έγειρα μέσα στα χαμόκλαδα, κι ολόγυρα μου φύλλα
                    ἠφυσάμην: ὕπνον δὲ θεὸς κατ᾿ ἀπείρονα χεῦεν.    μόλις εστοίβαξα, σε αξύπνητον ύπνο ο θεός με ρίχνει.
                    ὣἔνθα μὲν ἐν φύλλοισι φίλον τετιημένος ἦτορ   Χωμένος έτσι στα ξερόφυλλα με πικραμένα σπλάχνα
                    εὗδον παννύχιος καὶ ἐπ᾿ ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ.   κοιμόμουν όλη νύχτα, κι έφεξε, κι ήρθε το μεσημέρι,
                    δείλετό τ᾿ ἠέλιος καί με γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκεν.   κι η μέρα τσάκιζε, σαν ξύπνησα πια απ᾿ το γλυκό τον ύπνο.

               290  ἀμφιπόλους δ᾿ ἐπὶ θινὶ τεῆς ἐνόησα θυγατρὸς   Και ξάφνου ακούω της θυγατέρας σου τις βάγιες στο ακρογιάλι
                    παιζούσας, ἐν δ᾿ αὐτὴ ἔην ἐικυῖα θεῇσι:   που παίζαν, κι ήταν, όμοια αθάνατη θεά, μαζί κι εκείνη.
                    τὴν ἱκέτευσ': ἡ δ᾿ οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ,   Της πρόσπεσα, κι αυτή μου φέρθηκε με τόση γνωστικάδα,
                    ὡς οὐκ ἂν ἔλποιο νεώτερον ἀντιάσαντα   που αλήθεια δε θα την περίμενες από 'ναν νιο, που βγήκε
                    ἐρξέμεν: αἰεὶ γάρ τε νεώτεροι ἀφραδέουσιν.   μπροστά σου ξάφνου· τι αλαφρόμυαλοι περίσσια οι νιούτσικοι είναι.

               295  ἥ μοι σῖτον ἔδωκεν ἅλις ἠδ᾿ αἴθοπα οἶνον   Να φάω ψωμί όσο θέλω μου 'δωκε, κρασί να πιώ φλογάτο,
                    καὶ λοῦσ᾿ ἐν ποταμῷ καί μοι τάδε εἵματ᾿ ἔδωκε.   και στο ποτάμι είπε και λούστηκα, και τούτα εδώ τα ρούχα
                    ταῦτά τοι ἀχνύμενός περ ἀληθείην κατέλεξα.»   μου χάρισε. Τρανή είναι η πίκρα μου, μα την αλήθεια σου 'πα!»
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:   Και τότε ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά του απηλογήθη:
                    «ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν τοῦτο γ᾿ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε   « Ξένε, μονάχα τούτο η κόρη μου δε λόγιασε όπως πρέπει,

               300  παῖς ἐμή, οὕνεκά σ᾿ οὔ τι μετ᾿ ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν   που δεν αφήκε με τις βάγιες της και συ στο αρχοντικό μου
                    ἦγεν ἐς ἡμέτερον, σὺ δ᾿ ἄρα πρώτην ἱκέτευσας.»   μαζί να 'ρθεις᾿ κι ωστόσο πρόσπεσες στα γόνατα της πρώτα!»
   82   83   84   85   86   87   88   89   90   91   92