Page 92 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 92

91




                    ὅσσον τ᾿ ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιιν,   Όσο δυο μούλες νιάμα δύνουνται μοναναπνιάς να οργώσουν,
               125  τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκεθ᾿, οἱ δ᾿ ἐλίποντο.   τόσο τους άλλους, σύντας γύρισε στους Φαίακες, προσπερνούσε.
                    οἱ δὲ παλαιμοσύνης ἀλεγεινῆς πειρήσαντο:   Μετά, η σειρά στο ανήλεο πάλεμα να παραβγούν σαν ήρθε,
                    τῇ δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύαλος ἀπεκαίνυτο πάντας ἀρίστους.   ήταν ο Ευρύαλος τώρα που 'βαλε τους πρώτους όλους κάτω.
                    ἅλματι δ᾿ Ἀμφίαλος πάντων προφερέστατος ἦεν:   Μετά στο πήδημα απ᾿ τους άγουρους ο Αμφίαλος ήρθε πρώτος·
                    δίσκῳ δ᾿ αὖ πάντων πολὺ φέρτατος ἦεν Ἐλατρεύς,   μετά, το δίσκο ως ρίξαν, νίκησε τους άλλους ο Ελατρέας,
               130  πὺξ δ᾿ αὖ Λαοδάμας, ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο.   και στις γροθιές του Αλκίνου ο αντρόψυχος υγιός, ο Λαοδάμας.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθησαν φρέν᾿ ἀέθλοις,   Κι αφού βαθιά στα φρένα ευφράθηκαν με τους αγώνες όλοι,
                    τοῖς ἄρα Λαοδάμας μετέφη πάϊς Ἀλκινόοιο:   του Αλκίνου ο γιός, ο Λαοδάμαντας, αναμεσό τους είπε:
                    «δεῦτε, φίλοι, τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα εἴ τιν᾿ ἄεθλον   «Ελάτε, φίλοι, να ρωτήσουμε τον ξένο, κάποιο αγώνα
                    οἶδέ τε καὶ δεδάηκε. φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστι,   μην ξέρει κι έμαθε· το ανάριμμα δεν τον ντροπιάζει διόλου,

               135  μηρούς τε κνήμας τε καὶ ἄμφω χεῖρας ὕπερθεν   και τα μεριά και τ᾿ αντικνήμια του, ψηλά τα δυο του χέρια -
                    αὐχένα τε στιβαρὸν μέγα τε σθένος: οὐδέ τι ἥβης   κι ο σβέρκος του ο γερός κι η δύναμη, τρανή που δείχνει, κι ούτε
                    δεύεται, ἀλλὰ κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν:   του λείπει η νιότη, μον᾿ τα βάσανα τα πλήθια τον τσακίσαν
                    οὐ γὰρ ἐγώ γέ τί φημι κακώτερον ἄλλο θαλάσσης   εγώ μαθές από τη θάλασσα χειρότερο δεν ξέρω
                    ἄνδρα γε συγχεῦαι, εἰ καὶ μάλα καρτερὸς εἴη.»   να καταλυεί τον άντρα, δύναμη κι ας έχει αυτός περίσσια.»

               140  τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:   Κι ο Ευρύαλος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «Λαοδάμα, μάλα τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπες.   «Ήταν σωστός, Λαοδάμα, ο λόγος σου και μίλησες ως πρέπει·
                    αὐτὸς νῦν προκάλεσσαι ἰὼν καὶ πέφραδε μῦθον.»   ατός σου τώρα σύρε μίλα του και πες του τι γυρεύεις.»
                    αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσ᾿ ἀγαθὸς πάϊς Ἀλκινόοιο,   Ως άκουσεν ο γιός ο άντρόψυχος του Αλκίνου αυτά τα λόγια,
                    στῆ ῥ᾿ ἐς μέσσον ἰὼν καὶ Ὀδυσσῆα προσέειπε:   στη μέση εστάθηκε της μάζωξης και του Οδυσσέα μιλούσε:

               145  «δεῦρ᾿ ἄγε καὶ σύ, ξεῖνε πάτερ, πείρησαι ἀέθλων,   «Και συ, πατέρα ξένε, κόπιασε να παραβγείς σε αγώνα,
                    εἴ τινά που δεδάηκας: ἔοικε δέ σ᾿ ἴδμεν ἀέθλους:   κάποιον αν έμαθες· ακάτεχος δε δείχνεις απ᾿ αγώνες.
                    οὐ μὲν γὰρ μεῖζον κλέος ἀνέρος ὄφρα κ᾿ ἔῃσιν,   Γι᾿ άντρα δεν ξέρω εγώ τρανότερη στον κόσμο τούτο δόξα,
                    ἤ ὅ τι ποσσίν τε ῥέξῃ καὶ χερσὶν ἑῇσιν.   απ᾿ ό,τι κάνει με τα πόδια του μοχτώντας και τα χέρια. "
                    ἀλλ᾿ ἄγε πείρησαι, σκέδασον δ᾿ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ.   Έλα λοιπόν και συ, δοκίμασε, τις έγνοιες που 'χεις δίωξε'

               150  σοὶ δ᾿ ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, ἀλλά τοι ἤδη   να φύγεις δε θ᾿ αργήσεις· έτοιμο για σένα το καράβι
                    νηῦς τε κατείρυσται καὶ ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι.»   βαθιά ριγμένο μες στη θάλασσα, κι οι σύντροφοι προσμένουν.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Τι με πικραίνετε ζητώντας μου τέτοιες δουλειές, Λαοδάμα;
                    «Λαοδάμα, τί με ταῦτα κελεύετε κερτομέοντες;   δεν έχω νου γι᾿ άγώνες᾿ οι έγνοιες μου με δέρνουν, που 'χω τόσο
                    κήδεά μοι καὶ μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶν ἤ περ ἄεθλοι,

               155  ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα,   μοχτήσει, τόσα σύρει βάσανα βαριά· στη σύναξη σας
                    νῦν δὲ μεθ᾿ ὑμετέρῃ ἀγορῇ νόστοιο χατίζων   κάθουμαι τώρα, και στον πόθο μου να στρέψω στην πατρίδα
                    ἧμαι, λισσόμενος βασιλῆά τε πάντα τε δῆμον.»   έχω προσπέσει στο ρηγάρχη σας και στο λαό σας όλο.»
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο νείκεσέ τ᾿ ἄντην:   Κι ο Ευρύαλος ανοιχτά τον ντρόπιασε και του αποκρίθη κι είπε:
                    «οὐ γάρ σ᾿ οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω   «Αλήθεια, ξένε, δε μου φαίνεσαι να νιώθεις απ᾿ αγώνες,

               160  ἄθλων, οἷά τε πολλὰ μετ᾿ ἀνθρώποισι πέλονται,   αυτούς που συνηθίζουν οι άνθρωποι πολλώ λογιώ να κάνουν
                    ἀλλὰ τῷ, ὅς θ᾿ ἅμα νηὶ πολυκλήιδι θαμίζων,   μοιάζεις με κάποιον που τα πέλαγα με ναύτες τριγυρίζει
                    ἀρχὸς ναυτάων οἵ τε πρηκτῆρες ἔασιν,   μες στο πολύκουπο καράβι του, πραματευτάδες όλους,
                    φόρτου τε μνήμων καὶ ἐπίσκοπος ᾖσιν ὁδαίων   και το φορτίο μονάχα γνοιάζεται, κι ο νους του στις πραμάτειες,
                    κερδέων θ᾿ ἁρπαλέων: οὐδ᾿ ἀθλητῆρι ἔοικας.»    κι ό,τι κερδίσει ακόμα αρπάζοντας· αγωνιστής δε δείχνεις!»

               165  ἡτὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις   Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του απάντησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Ξένε, δε μίλησες πρεπούμενα κι αδικοπράχτης δείχνεις!
   87   88   89   90   91   92   93   94   95   96   97