Page 96 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 96

95




               295  ὣς φάτο, τῇ δ᾿ ἀσπαστὸν ἐείσατο κοιμηθῆναι.   Είπε, κι εκείνης της καλάρεσε να κοιμηθούν αντάμα'
                    τὼ δ᾿ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον: ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ   όμως στο στρώμα μόλις έπεσαν, τρογύρα τους απλώσαν
                    τεχνήεντες ἔχυντο πολύφρονος Ἡφαίστοιο,   κρυφά του πολυμήχανου Ήφαιστου τ᾿ άφαντα δίχτυα, κι ούτε
                    οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ᾿ ἀναεῖραι.   πια είχαν τη δύναμη τα μέλη τους ν᾿ ασκώσουν, να κουνήσουν,
                    καὶ τότε δὴ γίγνωσκον, ὅ τ᾿ οὐκέτι φυκτὰ πέλοντο.   και τότε το 'νιωσαν πως πιάστηκαν και γλιτωμό δεν έχουν.

               300  ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,   Στην ώρα πάνω ο Κουτσοπόδαρος, ο ξακουστός τεχνίτης,
                    αὖτις ὑποστρέψας πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι:   με βιάση διάγειρε στον Όλυμπο, πριχού στη Λήμνο φτάσει'
                    Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον.   ο Ήλιος μαθές τους παραμόνευε και του 'φερε μαντάτο.
                    βῆ δ᾿ ἴμεναι πρὸς δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ:   Και πήρε δρόμο για το σπίτι του με πικραμένα σπλάχνα,
                    ἔστη δ᾿ ἐν προθύροισι, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει:   κι ως στάθη ομπρός στην πόρτα, η μάνητα βαριά τον συνεπήρε'

               305  σμερδαλέον δ᾿ ἐβόησε, γέγωνέ τε πᾶσι θεοῖσιν:   φωνή του ξέφυγε άγρια κι έκραξε τους αθανάτους όλους:
                    «Ζεῦ πάτερ ἠδ᾿ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,   «Πατέρα Δία και σεις αθάνατοι θεοί μακάριοι, ελάτε!
                    δεῦθ᾿, ἵνα ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε,   Δέστε δουλειές για γέλια, αβάσταχτες, πως η Αφροδίτη δείχνει,
                    ὡς ἐμὲ χωλὸν ἐόντα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη   του γιου του Κρόνου η κόρη, πάντα της σε μένα καταφρόνια,
                    αἰὲν ἀτιμάζει, φιλέει δ᾿ ἀίδηλον Ἄρηα,   τι, είμαι κουτσός, και την αγάπη της την κρύβει για τον Άρη,

               310  οὕνεχ᾿ ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, αὐτὰρ ἐγώ γε   που ειν᾿ όμορφος και τα ποδάρια του γερά, μα εγώ σακάτης
                    ἠπεδανὸς γενόμην. ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος,   γεννήθηκα᾿ σ᾿ αυτό δεν έφταιξεν άλλος κανείς, μονάχα
                    ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.   οι δυο γονιοί μου, που δεν έπρεπε να μ᾿ έχουν γεννημένο.
                    ἀλλ᾿ ὄψεσθ᾿, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι   Μα για κοιτάχτε τους πως κοίτουνται και χαίρουνται τον πόθο
                    εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες, ἐγὼ δ᾿ ὁρόων ἀκάχημαι.   στην κλίνη τη δικιά μου! Η πίκρα μου θεριεύει που τους βλέπω.

               315  οὐ μέν σφεας ἔτ᾿ ἔολπα μίνυνθά γε κειέμεν οὕτως   Όμως κι αυτοί δεν το φαντάζουμαι πια να πλαγιάσουν έτσι
                    καὶ μάλα περ φιλέοντε: τάχ᾿ οὐκ ἐθελήσετον ἄμφω   καν μια στιγμή, κι ας είναι η αγάπη τους τρανή· την όρεξη τους
                    εὕδειν: ἀλλά σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει,   κι οι δυο θα χάσουν! Μα τα βρόχια μου κι ο δόλος μου δεμένους
                    εἰς ὅ κέ μοι μάλα πάντα πατὴρ ἀποδῷσιν ἔεδνα,   θα τους κρατούν, ωσόπου ο κύρης της τα δώρα μου γυρίσει,
                    ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα κυνώπιδος εἵνεκα κούρης,   που για τη σκύλα θυγατέρα του περίσσια του 'χα δώσει·

               320  οὕνεκά οἱ καλὴ θυγάτηρ, ἀτὰρ οὐκ ἐχέθυμος.»   γιατί, κι αν είναι η κόρη του όμορφη, καμιά δεν έχει πίστη!»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἀγέροντο θεοὶ ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ:   Σαν είπε αυτά, στο χαλκοκάτωφλο συνάχτηκαν παλάτι
                    ἦλθε Ποσειδάων γαιήοχος, ἦλθ᾿ ἐριούνης   Οι αθάνατοι οι άλλοι: ήρθεν ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης,
                    Ἑρμείας, ἦλθεν δὲ ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων.   κι ο Ποσειδώνας ήρθε, κι έτρεξε κι ο Ερμής ο πρωτοκλέφτης,
                    θηλύτεραι δὲ θεαὶ μένον αἰδοῖ οἴκοι ἑκάστη.   και μοναχά οι θεές στα σπίτια τους από ντροπή απόμειναν.

               325                                         Κι οι αγαθοδότες όπως στάθηκαν, οι τρισμακαρισμένοι
                    ἔσταν δ᾿ ἐν προθύροισι θεοί, δωτῆρες ἑάων:
                                                           θεοί στην πόρτα αντίκρυ, σε άσβηστο ξέσπασαν όλοι γέλιο,
                    ἄσβεστος δ᾿ ἄρ᾿ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι
                                                           του Ηφαίστου ως είδαν του πολύβουλου τα δίχτυα και τους
                    τέχνας εἰσορόωσι πολύφρονος Ἡφαίστοιο.
                                                           δόλους·
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:
                                                           κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
                    «οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα: κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν,
                                                           «Καμιά δουλειά κακή δεν πρόκοψε᾿ τον γρήγορο τον φτάνει
               330                                         ο σιγανός. Για ιδές τον Ήφαιστο, που τσάκωσε τον Άρη,
                    ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα   κουτσός, αργός, τον πιο γοργόποδο μες στους θεούς του
                    ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,   Ολύμπου,
                    χωλὸς ἐὼν τέχνῃσι: τὸ καὶ μοιχάγρι᾿ ὀφέλλει.»
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον:   με δόλο. Τώρα για το ντρόπιασμα χρωστάει κι απανωτίμι!»
                                                           Τέτοια σταύρωναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε,
                    Ἑρμῆν δὲ προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων:
                                                           κι ο Απόλλωνας ο ρήγας μίλησε του Ερμή και τέτοια του 'πε:

               335  «Ἑρμεία, Διὸς υἱέ, διάκτορε, δῶτορ ἑάων,   «Ερμή, του Δία γιε αγαθόδωρε, για πες μου, ψυχολάτη,
                    ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖς ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς   με τη χρυσή Αφροδίτη δίπλα σου θα το 'θελες στο στρώμα
                    εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ;»   να κοίτεσαι και να 'σαι με άλυτα πλεμάτια αλυσωμένος;»
   91   92   93   94   95   96   97   98   99   100   101