Page 98 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 98

97




                    δὴ τότ᾿ ἄρ᾿ Ἀλκίνοον προσεφώνεε δῖος Ὀδυσσεύς:   Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος μιλούσε στον Αλκίνο:
                    «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,   «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
                    ἠμὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους,   στην τέχνη του χορού δεν έχετε το ταίρι σας — μου το 'πες,
                    ἠδ᾿ ἄρ᾿ ἑτοῖμα τέτυκτο: σέβας μ᾿ ἔχει εἰσορόωντα.»    μα τώρα το 'δα με τα μάτια μου᾿ σαστίζω που τους βλέπω!»

               385  ὣς φάτο, γήθησεν δ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,   Είπε, κι ο Αλκίνοος καταχάρηκε με του Οδυσσέα το λόγο,
                    αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα:   κι ευτύς στους Φαίακες, στους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες:
                    «κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες.   «Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες'
                    ὁ ξεῖνος μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι.   αλήθεια δείχνει να 'ναι ο ξένος μας περίσσια μυαλωμένος.
                    ἀλλ᾿ ἄγε οἱ δῶμεν ξεινήιον, ὡς ἐπιεικές.   Μα ελάτε, δώρα να του δώσουμε φιλιάς, καθώς ταιριάζει.

               390  δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον ἀριπρεπέες βασιλῆες   Τη χώρα τούτη τώρα δώδεκα ρηγάδες αφεντεύουν,
                    ἀρχοὶ κραίνουσι, τρισκαιδέκατος δ᾿ ἐγὼ αὐτός:   περίλαμπροι, και τριτοδέκατος εγώ λογιέμαι ατός μου
                    τῶν οἱ ἕκαστος φᾶρος ἐυπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα   μαντί καλοπλυμένο φέρτε του λοιπόν καθείς σας τώρα
                    καὶ χρυσοῖο τάλαντον ἐνείκατε τιμήεντος.   κι ένα χιτώνα κι ένα τάλαντο χρυσάφι τιμημένο.
                    αἶψα δὲ πάντα φέρωμεν ἀολλέα, ὄφρ᾿ ἐνὶ χερσὶν   Και να τα φέρουν όλα γρήγορα, που ο ξένος παίρνοντας τα

               395  ξεῖνος ἔχων ἐπὶ δόρπον ἴῃ χαίρων ἐνὶ θυμῷ.   στα χέρια, να κινήσει ολόχαρος απόψε για το δείπνο.
                    Εὐρύαλος δέ ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι   Κι ο Ευρύαλος θέλω με γλυκόλογα να τον καλοκαρδίσει
                    καὶ δώρῳ, ἐπεὶ οὔ τι ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπεν.»   και μ᾿ ένα δώρο, τι του μίλησε πιο πριν αταίριαστα του.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον,   Αυτά είπε ο Αλκίνος κι οι άλλοι σύγκλιναν στα λόγια του κι αμέσως
                    δῶρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος.   από 'ναν κράχτη έστειλαν όλοι τους τα δώρα να τους φέρει.

               400  τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:   Κι ο Ευρύαλος τότε απηλογήθηκε κι αυτά μιλώντας είπε:
                    «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,   «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
                    τοιγὰρ ἐγὼ τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι, ὡς σὺ κελεύεις.   στους ορισμούς σου! Εγώ τον ξένο μας θα τον καλοκαρδίσω'
                    δώσω οἱ τόδ᾿ ἄορ παγχάλκεον, ᾧ ἔπι κώπη   σπαθί του δίνω — ιδές το! — ολόχαλκο, που το χερόλαβό του
                    ἀργυρέη, κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος   είναι ασημένιο· το θηκάρι του, που ολόγυρα το ντύνει,

               405  ἀμφιδεδίνηται: πολέος δέ οἱ ἄξιον ἔσται.»   φτιαγμένο από φίλντισι νιόκοπο᾿ μεγάλο βιος αξίζει.»
                    ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει ξίφος ἀργυρόηλον   Σαν είπε αυτά, το ασημοκάρφωτο σπαθί του παραδίνει,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε: ἔπος δ᾿ εἴ πέρ τι βέβακται   «Πατέρα ξένε, χαίρε! Αν ξέφυγε βαρύς κανένας λόγος,
                    δεινόν, ἄφαρ τὸ φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι.   ας τον σηκώσει ανεμορούφουλας, αλλού μακριά να πέσει!

               410  σοὶ δὲ θεοὶ ἄλοχόν τ᾿ ἰδέειν καὶ πατρίδ᾿ ἱκέσθαι   Κι ας δώσουν οι θεοί το ταίρι σου να ιδείς και στην πατρίδα
                    δοῖεν, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχεις.»   να στρέψεις· χρόνους βασανίζεσαι μακριά από τους δικούς σου.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Χαίρε και συ, καλέ, κι οι αθάνατοι μόνο καλό ας σου δίνουν!
                    «καὶ σὺ φίλος μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν.   Μακάρι του σπαθιού, που μου 'δωκες καλοκαρδίζοντάς με,
                    μηδέ τι τοι ξίφεός γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο
               415                                         να μην έρθει καιρός αργότερα να νιώσεις την ανάγκη!»
                    τούτου, ὃ δή μοι δῶκας ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν.»
                                                           Αυτά είπε, και το ασημοκάρφωτο σπαθί περνά στους ώμους.
                    ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾿ ὤμοισι θέτο ξίφος ἀργυρόηλον.
                    δύσετό τ᾿ ἠέλιος, καὶ τῷ κλυτὰ δῶρα παρῆεν.   Ο ήλιος βουτούσε πια, σαν του 'φεραν τα τιμημένα δώρα'
                                                           κι οι κράχτες οι έμνοστοι τα πήγαιναν στου Αλκίνου το παλάτι,
                    καὶ τά γ᾿ ἐς Ἀλκινόοιο φέρον κήρυκες ἀγαυοί:
                    δεξάμενοι δ᾿ ἄρα παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο   κι εκεί τα παίρναν του αψεγάδιαστου του Αλκίνου οι γιοί, που
                                                           τρέχαν

               420  μητρὶ παρ᾿ αἰδοίῃ ἔθεσαν περικαλλέα δῶρα.   και τα ώρια δώρα μπρος στη μάνα τους τη σεβαστή απιθώναν.
                    τοῖσιν δ᾿ ἡγεμόνευ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,   Στους άλλους μπήκε ομπρός ο αντρόψυχος Αλκίνοος, κι ως
                    ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι.   έφτασαν
                    δή ῥα τότ᾿ Ἀρήτην προσέφη μένος Ἀλκινόοιο:   και στα θρονιά τ᾿ αψηλοπόδαρα κάθισαν του αντρωνίτη,
   93   94   95   96   97   98   99   100   101   102   103