Page 93 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 93

92




                    «ξεῖν᾿, οὐ καλὸν ἔειπες: ἀτασθάλῳ ἀνδρὶ ἔοικας.   Έτσι είναι, στους θνητούς οι αθάνατοι τις χάρες δε μοιράζουν
                    οὕτως οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν   σε όλους αχώριστα — το ανάριμμα, τη γνώση και τα λόγια.
                    ἀνδράσιν, οὔτε φυὴν οὔτ᾿ ἂρ φρένας οὔτ᾿ ἀγορητύν.   Τούτος γεννήθηκε ασκημότερος στην όψη από τους άλλους,
                    ἄλλος μὲν γάρ τ᾿ εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ,

               170  ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, οἱ δέ τ᾿ ἐς αὐτὸν   μα θέλησε ο θεός κι ο λόγος του σαρκώνει, και τον βλέπουν
                    τερπόμενοι λεύσσουσιν: ὁ δ᾿ ἀσφαλέως ἀγορεύει   όλοι και χαίρουνται που ασκόνταφτα μιλεί, με μια σεμνότη
                    αἰδοῖ μειλιχίῃ, μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν,   γλυκιά, και κάθε που συνάζουνται, νικάει τους άλλους όλους,
                    ἐρχόμενον δ᾿ ἀνὰ ἄστυ θεὸν ὣς εἰσορόωσιν.   κι όταν γυρνάει στην πόλη, σα θεό τον αντικρίζει ο κόσμος.
                    ἄλλος δ᾿ αὖ εἶδος μὲν ἀλίγκιος ἀθανάτοισιν,   Ο άλλος είναι όμορφος, με αθάνατο θεό τον συνομοιάζεις

               175  ἀλλ᾿ οὔ οἱ χάρις ἀμφιπεριστέφεται ἐπέεσσιν,   στην όψη, όμως ποτέ τα λόγια του δε στεφανώνει η χάρη.
                    ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές, οὐδέ κεν ἄλλως   Όμοια και συ! Τρανά τα κάλλη σου, μηδέ θεός να δώσει
                    οὐδὲ θεὸς τεύξειε, νόον δ᾿ ἀποφώλιός ἐσσι.   τρανότερη ομορφιά θα δύνουνταν, όμως μυαλό δεν έχεις!
                    ὤρινάς μοι θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν   Έτσι που μίλησες αταίριαστα, μου 'χεις πολύ ταράξει
                    εἰπὼν οὐ κατὰ κόσμον. ἐγὼ δ᾿ οὐ νῆις ἀέθλων,   στα στήθη την καρδιά. Μα ακάτεχος δεν είμαι εγώ απ᾿ αγώνες

               180  ὡς σύ γε μυθεῖαι, ἀλλ᾿ ἐν πρώτοισιν ὀίω   καθώς φαντάζεσαι, μον᾿ ήμουνα θαρρώ στους πρώτους μέσα,
                    ἔμμεναι, ὄφρ᾿ ἥβῃ τε πεποίθεα χερσί τ᾿ ἐμῇσι.   όσο στη νιότη μου θαρρεύομουν και στα δικά μου χέρια.
                    νῦν δ᾿ ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι: πολλὰ γὰρ ἔτλην   Τώρα πολλά με ζώσαν βάσανα, πολλά έχω σύρει πάθη
                    ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων.   μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.
                    ἀλλὰ καὶ ὥς, κακὰ πολλὰ παθών, πειρήσομ᾿ ἀέθλων:  Μα κι έτσι, ακόμα τόσα που 'παθα, θα παραβγώ μαζί σας·

               185  θυμοδακὴς γὰρ μῦθος, ἐπώτρυνας δέ με εἰπών.»   αγκύλι στην καρδιά μου ο λόγος σου και μ᾿ έχεις ξεσηκώσει!
                    ἦ ῥα καὶ αὐτῷ φάρει ἀναί̈ξας λάβε δίσκον   Αυτά είπε, και πετάχτη κι άρπαξε, με το μαντί του ως ήταν,
                    μείζονα καὶ πάχετον, στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ   δίσκο τρανότερο, χοντρύτερο, με πιο μεγάλο βάρος
                    ἢ οἵῳ Φαίηκες ἐδίσκεον ἀλλήλοισι.      απ᾿ όλους που κρατούσαν κι έριχναν οι Φαίακες συνατοί τους,
                    τόν ῥα περιστρέψας ἧκε στιβαρῆς ἀπὸ χειρός,   κι αφού τον σβούριξε, τον πέταξε με σιδερένιο χέρι·

               190  βόμβησεν δὲ λίθος: κατὰ δ᾿ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ   κι ως βούιξε η πέτρα, οι Φαίακες όλοι τους, οι μακροκουπολάτες,
                    Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες,   οι ξακουσμένοι στα πλεούμενα, στη γης έγειραν κάτω
                    λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς: ὁ δ᾿ ὑπέρπτατο σήματα πάντων   απ᾿ την ορμή της πέτρας· κι άφησε των άλλων τα σημάδια
                    ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός. ἔθηκε δὲ τέρματ᾿ Ἀθήνη   ο δίσκος πίσω, από τα χέρια του πετώντας· κι η Παλλάδα
                    ἀνδρὶ δέμας ἐικυῖα, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   με είδη θνητού σημάδι βάνοντας του μίλησε και του 'πε:

               195  «καί κ᾿ ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα   «Κι ένας τυφλός θα το ξεχώριζε τέτοιο σημάδι, ξένε,
                    ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ,   ψαχουλευτά᾿ τι αυτό δεν έσμιξε με τα πολλά των άλλων,
                    ἀλλὰ πολὺ πρῶτον. σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ᾿ ἄεθλον:   μον᾿ είναι ομπρός που᾿ μη σκιάζεσαι πια το δοκίμι ετούτο'
                    οὔ τις Φαιήκων τόδε γ᾿ ἵξεται, οὐδ᾿ ὑπερήσει.»    ποιος Φαίακας να το φτάσει δύνεται και ποιος να το περάσει;»
                    ὣ«ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   Στα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,

               200                                         θωρώντας τώρα μες στη σύναξη πως έχει κι ένα φίλο·
                    χαὶρων, οὕνεχ᾿ ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσσ᾿ ἐν ἀγῶνι.
                                                           του αλάφρωσε η καρδιά και μίλησε στους Φαίακες πιο αγεράτα:
                    καὶ τότε κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν:
                                                           «Φτάσετε τούτον πρώτα οι νιούτσικοι, μετά θα ρίξω κι άλλον
                    «τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, νέοι. τάχα δ᾿ ὕστερον ἄλλον
                                                           τόσο θα πάει για και μακρύτερα, φαντάζουμαι, και τούτος.
                    ἥσειν ἢ τοσσοῦτον ὀίομαι ἢ ἔτι μᾶσσον.
                    τῶν δ᾿ ἄλλων ὅτινα κραδίη θυμός τε κελεύει,   Μα κι απ᾿ τους άλλους το κουράγιο του ποιόν σπρώχνει κι η
                                                           καρδιά του;
               205  δεῦρ᾿ ἄγε πειρηθήτω, ἐπεί μ᾿ ἐχολώσατε λίην,   να παραβγούμε ας έρθει! Μ᾿ έχετε παραθυμώσει αλήθεια
                    ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, οὔ τι μεγαίρω,   Γροθιά και πάλεμα και τρέξιμο — τι θέλει να διαλέξει
                    πάντων Φαιήκων, πλήν γ᾿ αὐτοῦ Λαοδάμαντος.   από τους Φαίακες όλους όποιος σας; — εξόν ο Λαοδάμας,
                    ξεῖνος γάρ μοι ὅδ᾿ ἐστί: τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο;   τι ξένος του είμαι· ποιος θα τα 'βαζε με όποιον του δείχνει αγάπη;
                    ἄφρων δὴ κεῖνός γε καὶ οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ,   Και τιποτένιος είναι κι άμυαλος αυτός που από δικού του
   88   89   90   91   92   93   94   95   96   97   98