Page 89 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 89

88




               345  τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ:   σε κλίνη τρυπητή στο αχόλαλο το σκεπαστό από κάτω.
                    Ἀλκίνοος δ᾿ ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,   Κι ο Αλκίνοος στου αψηλού εκοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
                    πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.    εκεί που του 'στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.



                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -θ-



               -8-   Άἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,   από το στρώμα του ο τρανόψυχος πετάχτη απάνω Αλκίνος,
                    ἂν δ᾿ ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς.   πετάχτη κι ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο καστροπολεμίτης'
                    τοῖσιν δ᾿ ἡγεμόνευ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο   κι ο αντρόψυχος Αλκίνοος κίνησε μπροστά για των Φαιάκων

               5    Φαιήκων ἀγορήνδ᾿, ἥ σφιν παρὰ νηυσὶ τέτυκτο.   την αγορά, που στα καράβια τους σιμά την είχαν χτίσει.
                    ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισι   Κι ως ήρθαν, στα πεζούλια κάθισαν κοντά κοντά᾿ στην ώρα
                    πλησίον. ἡ δ᾿ ἀνὰ ἄστυ μετῴχετο Παλλὰς Ἀθήνη   πήρε η Αθηνά Παλλάδα κι έτρεχε στο κάστρο μέσα ολούθε,
                    εἰδομένη κήρυκι δαί̈φρονος Ἀλκινόοιο,   την όψη ενός διαλάλη παίρνοντας του Αλκίνου του αντρειωμένου,
                    νόστον Ὀδυσσῆι μεγαλήτορι μητιόωσα,    το γυρισμό στο νου της έχοντας του αδείλιαστου Οδυσσέα'

               10   καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον:   και σ᾿ έναν έναν άντρα πήγαινε κοντά και του μιλούσε:
                    «δεῦτ᾿ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,   «Ελάτε, ομπρός, των Φαίακων άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
                    εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε,   στην αγορά τραβάτε, αν θέλετε ν᾿ ακούστε για τον ξένο,
                    ὃς νέον Ἀλκινόοιο δαί̈φρονος ἵκετο δῶμα   που αφού παράδειρε στα πέλαγα, στου Αλκίνου του αντρειωμένου
                    πόντον ἐπιπλαγχθείς, δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος.»   το σπίτι ό,τι έφτασε, στο ανάριμμα με τους θεούς παρόμοιος.»

               15   ὣς εἰποῦσ᾿ ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.   Αυτά τους έλεε και τους ξάναβε την πεθυμιά να τρέξουν.
                    καρπαλίμως δ᾿ ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι  Σε μια στιγμή πεζούλια κι αγορά γεμίσαν από κόσμο,
                    ἀγρομένων: πολλοὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἐθηήσαντο ἰδόντες   που όλο και πύκνωνε· και θάμαζαν πολλοί τον αντρειωμένο
                    υἱὸν Λαέρταο δαί̈φρονα: τῷ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀθήνη   γιο του Λαέρτη ομπρός τους βλέποντας, τι πάνω του η Παλλάδα
                    θεσπεσίην κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις   είχε χυμένη χάρη αθάνατη — στην κεφαλή, στους ώμους —
               20   καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι,   κι ακόμα πιο αψηλός τον έκαμε και πιο μεστός να δείχνει·
                    ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο   τι ήθελε οι Φαίακες όλοι μέσα τους γι᾿ αυτόν αγάπη, δείλια
                    δεινός τ᾿ αἰδοῖός τε καὶ ἐκτελέσειεν ἀέθλους   και σεβασμό να νιώσουν, κι έπειτα για να φανεί παράξιος
                    πολλούς, τοὺς Φαίηκες ἐπειρήσαντ᾿ Ὀδυσῆος.   σε όσα δοκίμια οι Φαίακες θα 'βαζαν να παραβγούν μαζί του.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο,   Κι όταν αυτοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
               25   τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:   πρώτος το λόγο ο Αλκίνοος κίνησε κι αναμεσό τους είπε:
                    «κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,   «Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες,
                    ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.   το τι η καρδιά στα στήθη μ᾿ έσπρωξε να πω: παραδαρμένος
                    ξεῖνος ὅδ᾿, οὐκ οἶδ᾿ ὅς τις, ἀλώμενος ἵκετ᾿ ἐμὸν δῶ,   από τη Δύση για απ᾿ τ᾿ ανάτελα του γήλιου ο ξένος τούτος
                    ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων:     στο σπίτι μου ήρθε τώρα ανέγνωρος· ποιός είναι δεν κατέχω.

               30   πομπὴν δ᾿ ὀτρύνει, καὶ λίσσεται ἔμπεδον εἶναι.   Ζητά να τον καλοστρατίσουμε, μα σιγουριά γυρεύει.
                    ἡμεῖς δ᾿, ὡς τὸ πάρος περ, ἐποτρυνώμεθα πομπήν.   Εμείς ό,τι ποθεί ας του δώσουμε, καθώς το συνηθάμε.
                    οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος, ὅτις κ᾿ ἐμὰ δώμαθ᾿ ἵκηται,   Ποιος ήρθε σπίτι μου και του 'λειψε το καλοστράτισμά μας;
                    ἐνθάδ᾿ ὀδυρόμενος δηρὸν μένει εἵνεκα πομπῆς.   ποιός έμεινε καιρό στον τόπο μας να κλαίει την ερημιά του;
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν   Ελάτε, μαύρο, πρωτοτάξιδο να ρίξουμε καράβι

               35   πρωτόπλοον, κούρω δὲ δύω καὶ πεντήκοντα   στο κύμα το άγιο, να διαλέξουμε και νιους αναμεσό μας,
                    κρινάσθων κατὰ δῆμον, ὅσοι πάρος εἰσὶν ἄριστοι.   πενήντα δυό, να 'ναι οι καλύτεροι, πιο πριν δοκιμασμένοι.
                    δησάμενοι δ᾿ ἐὺ πάντες ἐπὶ κληῖσιν ἐρετμὰ   Και πιάστε στους σκαρμούς να δέσετε με τάξη τα κουπιά σας
   84   85   86   87   88   89   90   91   92   93   94