Page 90 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 90
89
ἔκβητ': αὐτὰρ ἔπειτα θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα κι εβγάτε πάλι· δίχως άργητα μετά στο αρχοντικό μου
ἡμέτερόνδ᾿ ἐλθόντες: ἐγὼ δ᾿ ἐὺ πᾶσι παρέξω. το γιόμα να γνοιαστείτε᾿ οι τάβλες μου σας καρτερουνε πλούσιες.
40 κούροισιν μὲν ταῦτ᾿ ἐπιτέλλομαι: αὐτὰρ οἱ ἄλλοι Αυτά προστάζω εγώ στους άγουρους᾿ οι άλλοι γοργά ας κινήσουν.
σκηπτοῦχοι βασιλῆες ἐμὰ πρὸς δώματα καλὰ βασιλοράβδι όσοι στα χέρια τους κρατούν, για τ᾿ όμορφό μου
ἔρχεσθ᾿, ὄφρα ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φιλέωμεν, παλάτι· θέλω να φιλέψουμε τον ξένο᾿ μη μου πείτε
μηδέ τις ἀρνείσθω. καλέσασθε δὲ θεῖον ἀοιδὸν κανείς σας όχι. Το Δημόδοκο, το θείο τον τραγουδάρη,
Δημόδοκον: τῷ γάρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν φωνάχτε ακόμα᾿ τι του χάρισε κάποιος θεός να φραίνει
45 τέρπειν, ὅππῃ θυμὸς ἐποτρύνῃσιν ἀείδειν.» με το τραγούδι του, όπως του 'ρχεται να τραγουδήσει ο πόθος.
ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο Αυτά σαν είπε ο Αλκίνοος, κίνησε, και πίσω του οι ρηγάδες'
σκηπτοῦχοι: κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν. να φέρει κι ο διαλάλης έτρεξε το θείο τον τραγουδάρη.
κούρω δὲ κρινθέντε δύω καὶ πεντήκοντα Και νιοί πενήντα δυο διαλέχτηκαν, καθώς τους είχε ορίσει,
βήτην, ὡς ἐκέλευσ᾿, ἐπὶ θῖν᾿ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο. κι ευτύς στης θάλασσας της άκαρπης το γυρογιάλι έτρεξαν.
50 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν, Μόλις κατέβηκαν στο ακρόγιαλο και το καράβι βρήκαν,
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν, το μαύρο πλοίο βαθιά στη θάλασσα να πέσει μέσα εσύραν,
ἐν δ᾿ ἱστόν τ᾿ ἐτίθεντο καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ, στήσαν μετά κατάρτια κι άρμενα στο μελανό καράβι
ἠρτύναντο δ᾿ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι, και τα κουπιά απο τις δερμάτινες πέρασαν τροπωτήρες,
πάντα κατὰ μοῖραν, ἀνά θ᾿ ἱστία λευκὰ πέτασσαν. όλα ως εταίριαζε· τελειώνοντας τ᾿ άσπρα πανιά σήκωσαν,
55 ὑψοῦ δ᾿ ἐν νοτίῳ τήν γ᾿ ὥρμισαν: αὐτὰρ ἔπειτα και στα βαθιά νερά το αράξανε᾿ μετά κινούν και φεύγουν,
βάν ῥ᾿ ἴμεν Ἀλκινόοιο δαί̈φρονος ἐς μέγα δῶμα. στου Αλκίνου του αντρειωμένου το τρανό παλάτι να διαγείρουν.
πλῆντο δ᾿ ἄρ᾿ αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι Αυλές και σκεπαστά και κάμαρες γέμισαν από κόσμο,
ἀνδρῶν που όλο και πύκνωνε· κι ως έσμιξαν πολλοί, και νιοί και γέροι,
ἀγρομένων: πολλοὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἔσαν, νέοι ἠδὲ παλαιοί. δώδεκα αρνιά και δυο στριφτόζαλα να σφάξουν είπε βόδια
τοῖσιν δ᾿ Ἀλκίνοος δυοκαίδεκα μῆλ᾿ ἱέρευσεν,
60 ὀκτὼ δ᾿ ἀργιόδοντας ὕας, δύο δ᾿ εἰλίποδας βοῦς: ο βασιλιάς, κι οχτώ για χάρη τους ασπροδοντάτους χοίρους·
τοὺς δέρον ἀμφί θ᾿ ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ᾿ κι ως τα 'γδαραν και τα συγύρισαν, σε πλούσιες τάβλες τρώγαν.
ἐρατεινήν. Κι ο κράχτης τον τρανό τους έφερε τραγουδιστή, που η Μούσα
κῆρυξ δ᾿ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν, καλό, κακό μαζί του εχάρισε, περίσσια αγάπη ως του 'χε:
τὸν πέρι μοῦσ᾿ ἐφίλησε, δίδου δ᾿ ἀγαθόν τε κακόν τε: του στέρησε το φως, μα του 'δωκε γλυκά να λέει τραγούδια.
ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε, δίδου δ᾿ ἡδεῖαν ἀοιδήν.
65 τῷ δ᾿ ἄρα Ποντόνοος θῆκε θρόνον ἀργυρόηλον Θρονί ο Ποντόνοος ασημόκαρφο του βάζει, εκεί στη μέση
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας: των καλεσμένων, ακουμπώντας το στην αψηλή κολόνα'
κὰδ δ᾿ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν σε ξυλοκάρφι τη γλυκόλαλη του κρέμασε κιθάρα,
αὐτοῦ ὑπὲρ κεφαλῆς καὶ ἐπέφραδε χερσὶν ἑλέσθαι λίγο πιο πάνω απ᾿ το κεφάλι του, πως να την πάρει του 'πεν
κῆρυξ: πὰρ δ᾿ ἐτίθει κάνεον καλήν τε τράπεζαν, ο κράχτης, και πανέρι κι όμορφη κοντά του βάνει τάβλα
70 πὰρ δὲ δέπας οἴνοιο, πιεῖν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι. και κούπα με κρασί, σαν του 'ρχονταν η πεθυμιά, να πίνει.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
μοῦσ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν, τον τραγουδάρη η Μούσα εκίνησε παλικαριές να ψάλει
οἴμης τῆς τότ᾿ ἄρα κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε, απ᾿ το τραγούδι, που 'χε η δόξα του στα ουράνια φτάσει τότε,
75 νεῖκος Ὀδυσσῆος καὶ Πηλεί̈δεω Ἀχιλῆος, πως ο Οδυσσέας μαθές λογόφερε με τον τρανό Αχιλλέα
ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ σε μια θυσία θεών που γιόρταζαν, κι άλλαξαν μεταξύ τους
ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, ἄναξ δ᾿ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων βαριές κουβέντες· κι ο Αγαμέμνονας ο πρωτοστρατολάτης
χαῖρε νόῳ, ὅ τ᾿ ἄριστοι Ἀχαιῶν δηριόωντο. κρυφά αναγάλλιαζε, που μάλωναν των Αχαιών οι κάλλιοι'
ὣς γάρ οἱ χρείων μυθήσατο Φοῖβος Ἀπόλλων του το 'χε πει μαθές ο Απόλλωνας ο Φοίβος στο χρησμό του