Page 95 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 95

94




                    οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγιγνόμεθ᾿ ἄλλων   να λέει στους φίλους του, πως είμαστε στα πόδια, στο τραγούδι
                    ναυτιλίῃ καὶ ποσσὶ καὶ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ.   και στο χορό και στ᾿ αρμενίσματα πολύ πιο πρώτοι απ᾿ όλους.
                    Δημοδόκῳ δέ τις αἶψα κιὼν φόρμιγγα λίγειαν   Ένας ακόμα τη γλυκόλαλη να φέρει εδώ κιθάρα

               255  οἰσέτω, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν.»   για τό Δημόδοκο· θα βρίσκεται στο αρχοντικό μου κάπου.»
                    ὣς ἔφατ᾿ Ἀλκίνοος θεοείκελος, ὦρτο δὲ κῆρυξ   Αυτά είπε ο Αλκίνοος ο θεόμορφος, κι ευτύς κινούσε ο κράχτης
                    οἴσων φόρμιγγα γλαφυρὴν δόμου ἐκ βασιλῆος.   τη βαθουλή κιθάρα γρήγορα να φέρει απ᾿ το παλάτι.
                    αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν   Κι οι κρισολόγοι, όπως σηκώθηκαν εννιά και διαλεγμένοι
                    δήμιοι, οἳ κατ᾿ ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα,   απ᾿ το λαό, που στα δοκίμια τους καλά τα πάντα ορίζαν,

               260  λείηναν δὲ χορόν, καλὸν δ᾿ εὔρυναν ἀγῶνα.   το χοροστάσι ίσιωσαν κι άνοιξαν φαρδύ τρογύρα αλώνι.
                    κῆρυξ δ᾿ ἐγγύθεν ἦλθε φέρων φόρμιγγα λίγειαν   Κι ως ήρθε ο κράχτης τη γλυκόλαλη κιθάρα κουβαλώντας,
                    Δημοδόκῳ: ὁ δ᾿ ἔπειτα κί᾿ ἐς μέσον: ἀμφὶ δὲ κοῦροι   τράβηξε αμέσως ο Δημόδοκος στη μέση, και τρογύρα
                    πρωθῆβαι ἵσταντο, δαήμονες ὀρχηθμοῖο,   αγόρια πήραν θέση νιούτσικα, πιδέξιοι χορευτάδες,
                    πέπληγον δὲ χορὸν θεῖον ποσίν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   κι αρχίσαν θείο χορό, τα πόδια τους χτυπώντας, κι ο Οδυσσέας

               265  μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν, θαύμαζε δὲ θυμῷ.   θιαμαίνουνταν, τις σπίθες που 'βγαζαν τα πόδια τους θωρώντας.
                    αὐτὰρ ὁ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν   Κι εκείνος την κιθάρα παίζοντας γλυκό τραγούδι αρχίζει,
                    ἀμφ᾿ Ἄρεος φιλότητος εὐστεφάνου τ᾿ Ἀφροδίτης,   πως η Αφροδίτη η ομορφοστέφανη κι ο Άρης σε αγάπη επέσαν
                    ὡς τὰ πρῶτα μίγησαν ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισι   και πως αρχή κρυφά πρωτόσμιξαν στου Ηφαίστου το παλάτι'
                    λάθρῃ, πολλὰ δ᾿ ἔδωκε, λέχος δ᾿ ᾔσχυνε καὶ εὐνὴν   κι εκείνος δώρα της εχάρισε πολλά, και το κλινάρι

               270  Ἡφαίστοιο ἄνακτος. ἄφαρ δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν   βαριά του ρήγα Ηφαίστου εντρόπιασε᾿ μα ο Γήλιος, που τους είδε
                    Ἥλιος, ὅ σφ᾿ ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι.   να σμίγουν, έτρεξε στον Ήφαιστο και του 'πε το μαντάτο.
                    Ἥφαιστος δ᾿ ὡς οὖν θυμαλγέα μῦθον ἄκουσε,   Κι αυτός, σαν άκουσε το μήνυμα και τον πικρό το λόγο,
                    βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων,   στο χαλκιδιό του επήγε κλώθοντας κακές δουλειές στα φρένα·
                    ἐν δ᾿ ἔθετ᾿ ἀκμοθέτῳ μέγαν ἄκμονα, κόπτε δὲ   και βάλθηκε, τρανό στο κούτσουρο πιθώνοντας αμόνι,
                    δεσμοὺς

               275  ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ᾿ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν.   δίχτυα να φτιάνει, ασύντριφτα, άλυτα, για να βρεθούν δεμένοι.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε δόλον κεχολωμένος Ἄρει,   Κι ως με τον Άρη τα 'χε, χάλκεψε με πονηριά τα δίχτυα,
                    βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, ὅθι οἱ φίλα δέμνι᾿ ἔκειτο,   κι έπειτα μπήκε μες στην κάμαρα, που πλάγιαζε τις νύχτες·
                    ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ:   κι άπλωσε γύρα τα πλεμάτια του στου κλιναριού τα πόδια,
                    πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο,   πολλά να κατεβαίνουν έβαλε κι από τα μεσοδόκια,

               280  ύτ᾿ ἀράχνια λεπτά, τά γ᾿ οὔ κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο,   λεπτά σαν αραχνιές· δε δύνουνταν κανείς να τα ξεκρίνει,
                    οὐδὲ θεῶν μακάρων: πέρι γὰρ δολόεντα τέτυκτο.   θεός κι ας ήταν τι με ξέχωρο τα 'χε χαλκέψει δόλο.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα δόλον περὶ δέμνια χεῦεν,   Κι αφού στην κλίνη γύρα εσκόρπισε τα δολερά του δίχτυα,
                    εἴσατ᾿ ἴμεν ἐς Λῆμνον, ἐυκτίμενον πτολίεθρον,   στη Λήμνο τάχα, στο καλόχτιστο να πάει νησί κινούσε,
                    ἥ οἱ γαιάων πολὺ φιλτάτη ἐστὶν ἁπασέων.   που από τις άλλες χώρες πιότερη της είχε αγάπη πάντα.

               285  οὐδ᾿ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης,   Ο Άρης ωστόσο ο χρυσοχάλινος δε βίγλιζε του κάκου·
                    ὡς ἴδεν Ἥφαιστον κλυτοτέχνην νόσφι κιόντα:   τον Ήφαιστο θωρώντας που 'φευγε, τον ξακουστό τεχνίτη,
                    βῆ δ᾿ ἰέναι πρὸς δῶμα περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο   να πάει στου Ηφαίστου του περίλαμπρου κινούσε το παλάτι,
                    ἰσχανόων φιλότητος ἐυστεφάνου Κυθερείης.   να σμίξει με την ωριοστέφανη Κυθέρεια λαχταρώντας.
                    ἡ δὲ νέον παρὰ πατρὸς ἐρισθενέος Κρονίωνος   Εκείνη απ᾿ τον τρανό τον κύρη της, το γιο του Κρόνου, ό,τι είχε
               290  ἐρχομένη κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζεθ': ὁ δ᾿ εἴσω δώματος ᾔει,   γυρίσει και καθόταν κι άνοιξεν εκείνος, κι όπως μπήκε,
                    ἔν τ᾿ ἄρα οἱ φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:   το χέρι σφίγγοντας της μίλησε κι αυτά της λέει τα λόγια:
                    «δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες:   «Πάμε, καλή μου, να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε·
                    οὐ γὰρ ἔθ᾿ Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη   ο Ήφαιστος τώρα εδώ δε βρίσκεται᾿ πια θα 'χει πάει στη Λήμνο
                    οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.»    το δίχως άλλο, τους αγριόφωνους για ν᾿ ανταμώσει Σίντες.»
   90   91   92   93   94   95   96   97   98   99   100