Page 100 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 100
99
465 οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης, να δώσει ο Δίας, ο κεραυνόχαρος της Ήρας άντρας, να 'ρθω
οἴκαδέ τ᾿ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι: στο σπίτι μου, τη μέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμου μου!
τῷ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην Αν γύριζα, θα σου προσευχόμουν αδιάκοπα κει πέρα
αἰεὶ ἤματα πάντα: σὺ γάρ μ᾿ ἐβιώσαο, κούρη.» σα σε θεά, τι εσύ μου χάρισες ζωή ξανά, παρθένα!»
ῥα καὶ ἐς θρόνον ἷζε παρ᾿ Ἀλκίνοον βασιλῆα: Σαν είπε τούτα, πήγε κι έκατσε στο ρήγα Αλκίνοο δίπλα,
470 οἱ δ᾿ ἤδη μοίρας τ᾿ ἔνεμον κερόωντό τε οἶνον. την ώρα που τα κρέατα μοίραζαν και το κρασί συγκέρνουν.
κῆρυξ δ᾿ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν, Κι ο κράχτης τον τρανό τους έφερε τραγουδιστή, που ο κόσμος
Δημόδοκον λαοῖσι τετιμένον: εἷσε δ᾿ ἄρ᾿ αὐτὸν τόνε τιμούσε, το Δημόδοκο, και μπρός σε μια κολόνα
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας. ψηλή, για ν᾿ ακουμπάει, τον κάθισε, στους καλεσμένους μέσα.
δὴ τότε κήρυκα προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς, Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ασπροδοντάτου χοίρου
475 νώτου ἀποπροταμών, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, κόβει απ᾿ την πλάτη, που όλη γυάλιζε του πάχους, μια μερίδα -
ἀργιόδοντος ὑός, θαλερὴ δ᾿ ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή: την πιο μεγάλη πίσω αφήνοντας — και μίλησε του κράχτη:
«κῆρυξ, τῆ δή, τοῦτο πόρε κρέας, ὄφρα φάγῃσιν, «Να, δώσε, κράχτη, στο Δημόδοκο να φάει το κρέας ετούτο,
Δημοδόκῳ: καί μιν προσπτύξομαι ἀχνύμενός περ: για να του δείξω την αγάπη μου, κι ας νιώθω τόση πίκρα.
πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ Όλοι οι θνητοί στους τραγουδάρηδες τιμή και σέβας δείχνουν,
480 τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, οὕνεκ᾿ ἄρα σφέας γιατί είναι η Μούσα που τους έμαθε πολλούς σκοπούς, και πάντα
οἴμας μοῦσ᾿ ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν.» για τη γενιά των τραγουδάρηδων μεγάλη αγάπη νιώθει.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, κῆρυξ δὲ φέρων ἐν χερσὶν ἔθηκεν Αυτά είπε, κι ο διαλάλης το 'φερε και το 'βαλε στα χέρια
ἥρῳ Δημοδόκῳ: ὁ δ᾿ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ. του ηρώου Δημόδοκου, που χάρηκε στα φρένα παίρνοντας το.
οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον. Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν
485 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
δὴ τότε Δημόδοκον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: γυρνώντας ο Οδυσσέας εμίλησε στον τραγουδάρη κι είπε:
«Δημόδοκ᾿, ἔξοχα δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾿ ἁπάντων. «Απ᾿ όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, τιμώ περίσσια εσένα!
ἢ σέ γε μοῦσ᾿ ἐδίδαξε, Διὸς πάϊς, ἢ σέ γ᾿ Ἀπόλλων: Ο Απόλλωνας για η Μούσα σ᾿ έμαθε, του γιου του Κρόνου η κόρη'
λίην γὰρ κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις, που τραγουδάς με τάξη κι όμορφα των Αχαιών τη μοίρα,
490 ὅσσ᾿ ἔρξαν τ᾿ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾿ ἐμόγησαν Ἀχαιοί, τι έκαμαν, τι έπαθαν, τι τράβηξαν μαθές οι Αργίτες — όλα,
ὥς τέ που ἢ αὐτὸς παρεὼν ἢ ἄλλου ἀκούσας. λες κι ήσουνα μπροστά για τ᾿ ακουσες από κανέναν άλλον.
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον Μα άλλαξε τώρα, το μαστόρεμα τραγούδα μας του αλόγου
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ, του ξύλινου, ο Επειός πως το 'φτιασε μαζί με την Παλλάδα,
ὅν ποτ᾿ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεὺς πως ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος το ανέβασε στο κάστρο
495 ἀνδρῶν ἐμπλήσας οἵ ῥ᾿ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν. της Τροίας, γεμάτο από πολέμαρχους, κι η πολιτεία κουρσεύτη.
αἴ κεν δή μοι ταῦτα κατὰ μοῖραν καταλέξῃς, Αν τούτα εσύ με τάξη κι όμορφα μας τα ιστορήσεις τώρα,
αὐτίκ᾿ ἐγὼ πᾶσιν μυθήσομαι ἀνθρώποισιν, δε θα βρεθεί στον κόσμον άνθρωπος να μην του μολογήσω
ὡς ἄρα τοι πρόφρων θεὸς ὤπασε θέσπιν ἀοιδήν.» θεός καλόγνωμος πως σου 'δωκε του τραγουδιού τη χάρη!»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο, φαῖνε δ᾿ ἀοιδήν, Είπε, κι αυτός, θεοσυνέπαρτος, κινούσε το τραγούδι,
500 ἔνθεν ἑλὼν ὡς οἱ μὲν ἐυσσέλμων ἐπὶ νηῶν απ᾿ τη στιγμή που στα καλύβια τους βάλαν φωτιά και μπήκαν
βάντες ἀπέπλειον, πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες, στα καλοκούβερτα καράβια τους οι Αργίτες και κίνησαν.
Ἀργεῖοι, τοὶ δ᾿ ἤδη ἀγακλυτὸν ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα Οι άλλοι, οι κρυμμένοι μέσα στο άλογο, στον Οδυσσέα τρογύρα
ἥατ᾿ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ: τον πολυδόξαστο, στη σύναξη των Τρωών βρίσκονταν κιόλας·
αὐτοὶ γάρ μιν Τρῶες ἐς ἀκρόπολιν ἐρύσαντο. τι οι Τρώες ατοί τους το 'χαν το άλογο στο κάστρο απάνω σύρει.
505 ὣς ὁ μὲν ἑστήκει, τοὶ δ᾿ ἄκριτα πόλλ᾿ ἀγόρευον Εκεί στεκόταν τούτο· γύρα του καθούμενοι λαλούσαν
ἥμενοι ἀμφ᾿ αὐτόν: τρίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, άκριτα λόγια οι Τρώες, κι οι γνώμες τους τριώ λογιώ ακουγόνταν:
ἠὲ διαπλῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, Το κούφιο ξύλο για με ανέσπλαχνο χαλκό να κομματιάσουν,
ἢ κατὰ πετράων βαλέειν ἐρύσαντας ἐπ᾿ ἄκρης, για στην κορφή ψηλά τραβώντας το στα βράχια να το ρίξουν,
ἢ ἐάαν μέγ᾿ ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, για να το αφήσουν, στους αθάνατους, για να γλυκαίνει η οργή