Page 101 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 101

100




                                                           τους,
               510  τῇ περ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσθαι ἔμελλεν:   χαρίζοντας το. Τούτο κι έγινε᾿ τι είχε γραμμένα η μοίρα᾿
                    αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι, ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ   να χαλαστεί το κάστρο, απ᾿ τη στιγμή που εντός του θα δεχόταν
                    δουράτεον μέγαν ἵππον, ὅθ᾿ ἥατο πάντες ἄριστοι   το γιγαντένιο ξύλινο άλογο, που οι πρώτοι Αργίτες μέσα
                    Ἀργείων Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες.   κάθονταν φέρνοντας το θάνατο και το χαμό στους Τρώες.
                    ἤειδεν δ᾿ ὡς ἄστυ διέπραθον υἷες Ἀχαιῶν   Έψαλλε ακόμα, οι γιοί των Αχαιών απ᾿ το άλογο πως βγήκαν
               515  ἱππόθεν ἐκχύμενοι, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες.   τον κούφιο τους κρυψώνα αφήνοντας, πως πάτησαν το κάστρο
                    ἄλλον δ᾿ ἄλλῃ ἄειδε πόλιν κεραϊζέμεν αἰπήν,   το απόγκρεμο και πως το ρήμαξαν ολούθε δώθε κείθε,
                    αὐτὰρ Ὀδυσσῆα προτὶ δώματα Δηιφόβοιο   πως τέλος ο Οδυσσέας εκίνησε, παρόμοιος με τον Άρη,
                    βήμεναι, ἠύτ᾿ Ἄρηα σὺν ἀντιθέῳ Μενελάῳ.   να πάει με το Μενέλαο τρέχοντας στου Δήφοβου το σπίτι·
                    κεῖθι δὴ αἰνότατον πόλεμον φάτο τολμήσαντα   κι έλεγε, ο πιο βαρύς του πόλεμος πως στάθη εκείνος τότε,

               520                                         και νίκησε με παραστάτισσα την αντρειανή Παλλάδα.
                    νικῆσαι καὶ ἔπειτα διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην.    Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγουδιστής· ωστόσο
                    ταῦτ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   έλιωνε εκείνος, και του μουσκεύαν τα μάγουλα απ᾿ τα δάκρυα.
                    τήκετο, δάκρυ δ᾿ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς.   Πως μια γυναίκα κλαίει τον άντρα της, πεσμένη πάνωθέ του,
                    ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα,   που ομπρός στους άλλους και στο κάστρο του σκοτώθη, για να
                    ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν,
                                                           διώξει

               525                                         απ᾿ τα παιδιά του και την πόλη του την ανελέητη μέρα᾿
                    ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ:
                                                           κι αυτή να σπαρταράει θωρώντας τον και να πεθαίνει ομπρός της
                    ἡ μὲν τὸν θνήσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα
                                                           σκούζει βαριά, χυμένη γύρα του· κι οι οχτροί με τα κοντάρια
                    ἀμφ᾿ αὐτῷ χυμένη λίγα κωκύει: οἱ δέ τ᾿ ὄπισθε
                                                           στην πλάτη και στους ώμους πίσωθε χτυπώντας τη στο δρόμο
                    κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους
                                                           τη σπρώχνουν της σκλαβιάς, ασήκωτους καημούς και θλίψες να
                    εἴρερον εἰσανάγουσι, πόνον τ᾿ ἐχέμεν καὶ ὀιζύν:
                                                           'χει,
               530  τῆς δ᾿ ἐλεεινοτάτῳ ἄχεϊ φθινύθουσι παρειαί:   κι από τον πόνο τον πικρότατο τα μαγουλά της λιώνουν
                    ὣς Ὀδυσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν.   όμοια πικρά τα δάκρυα στάλαζαν απ᾿ του Οδυσσέα τα μάτια.
                    ἔνθ᾿ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων,   Κανείς δεν το 'χε νιώσει που᾿ κλαιγεν από τους άλλους όλους᾿
                    Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ᾿ ἠδ᾿ ἐνόησεν,   ο Αλκίνοος μοναχά τον πρόσεξε και τον νογήθη, δίπλα
                    ἥμενος ἄγχ᾿ αὐτοῦ, βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν.   καθώς καθόταν, και τον άκουσε να βαριαναστενάζει.

               535  αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα:   Ευτύς στους Φαίακες, τους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες:
                    «κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,   «Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες !
                    Δημόδοκος δ᾿ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα λίγειαν:   Πια την ψιλόφωνη ο Δημόδοκος κιθάρα του ας σκολάσει'
                    οὐ γάρ πως πάντεσσι χαριζόμενος τάδ᾿ ἀείδει.   δε μοιάζει αλήθεια το τραγούδι του χαρά να δίνει σε όλους·
                    ἐξ οὗ δορπέομέν τε καὶ ὤρορε θεῖος ἀοιδός,   από την ώρα που στο δείπνο μας ο θείος ο τραγουδάρης

               540  ἐκ τοῦ δ᾿ οὔ πω παύσατ᾿ ὀιζυροῖο γόοιο   ασκώθη, μια στιγμή δεν έπαψε να κλαίει και να θρηνάται
                    ὁ ξεῖνος: μάλα πού μιν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν.   ο ξένος μας᾿ βαριά τα φρένα του θα βασανίζει πίκρα.
                    ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ὁ μὲν σχεθέτω, ἵν᾿ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες,  Λοιπόν ας πάψει ο τραγουδάρης μας, χαρά να νιώθουμε όλοι,
                    ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως:   κι εμείς, τον ξένο που φιλεύουμε, κι ο ξένος μας· δεν έχει
                    εἵνεκα γὰρ ξείνοιο τάδ᾿ αἰδοίοιο τέτυκται,   κάλλιο απ᾿ αυτό. Και μη δε δίνουμε στο σεβαστό μας ξένο

               545  πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τά οἱ δίδομεν φιλέοντες.   τώρα απ᾿ αγάπη και προβάδισμα και τιμημένα δώρα;
                    ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ᾿ ἱκέτης τε τέτυκται   Τον ξένο, τον ικέτη, που 'πεσε στα πόδια σου, τον νιώθεις
                    ἀνέρι, ὅς τ᾿ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσι.   ίδια αδερφό, και λίγο αν έτυχε να 'χεις μυαλό. Για τούτο
                    τῷ νῦν μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι κερδαλέοισιν   και συ δε θέλω να μου κρύβεσαι· σε ό,τι ρωτώ αποκρίσου
                    ὅττι κέ σ᾿ εἴρωμαι: φάσθαι δέ σε κάλλιόν ἐστιν.    πια δίχως δόλο᾿ το καλύτερο θαρρώ είναι να μιλήσεις.

               550  εἴπ᾿ ὄνομ᾿ ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε   Πες τ᾿ ονομά σου! Πως σε φώναζαν η μάνα σου κι ο κύρης
   96   97   98   99   100   101   102   103   104   105   106