Page 99 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 99

98




                    «δεῦρο, γύναι, φέρε χηλὸν ἀριπρεπέ᾿, ἥ τις ἀρίστη:   ο Αλκίνοος στην Αρήτη εμίλησε γυρνώντας, ο αντρειωμένος:
                                                           «Γυναίκα, φέρε εδώ την πιο όμορφη κασέλα μας και βάλε

               425  ἐν δ᾿ αὐτὴ θὲς φᾶρος ἐυπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα.   μέσα χιτώνα κι ολοκάθαρο μαντί από τα δικά μας·
                    ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ᾿ ὕδωρ,   και στήστε στη φωτιά το χάλκωμα, νερό ζεστάνετε του᾿
                    ὄφρα λοεσσάμενός τε ἰδών τ᾿ ἐὺ κείμενα πάντα   και σα λουστεί και δει τα δώρα του καλοσυγυρισμένα,
                    δῶρα, τά οἱ Φαίηκες ἀμύμονες ἐνθάδ᾿ ἔνεικαν,   αυτά που οι Φαίακες οι αψεγάδιαστοι του κουβάλησαν, να 'χει
                    δαιτί τε τέρπηται καὶ ἀοιδῆς ὕμνον ἀκούων.   πια να χαρεί το γιόμα ξέγνοιαστος και το γλυκό τραγούδι.

               430  καί οἱ ἐγὼ τόδ᾿ ἄλεισον ἐμὸν περικαλλὲς ὀπάσσω,   Κι εγώ για δώρο την πανέμορφη μαλαματένια τούτη
                    χρύσεον, ὄφρ᾿ ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα   του δίνω κούπα, στο παλάτι του σπονδές στο Δία σαν κάνει
                    σπένδῃ ἐνὶ μεγάρῳ Διί τ᾿ ἄλλοισίν τε θεοῖσιν.»    και στους θεούς τους αποδέλοιπους, να μου θυμάται πάντα.»
                    ὣς ἔφατ᾿, Ἀρήτη δὲ μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν   Είπε, κι η Αρήτη ευτύς επρόσταξε τις δούλες της να στήσουν,
                    ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν ὅττι τάχιστα.   χωρίς να χάσουν ώρα, τρίποδο πα στη φωτιά λεβέτι.

               435  αἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾿ ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ,   Κι αυτές το λουτρολέβετο έστησαν στη λαμπαδούσα φλόγα,
                    ἔν δ᾿ ἄρ᾿ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι.   νερό το γέμισαν, κι ως άναψαν κάτω δαδιά, εσκεπάστη
                    γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ᾿   του λεβετιού η κοιλιά απ᾿ το σύφλογο και το νερό ζεστάθη.
                    ὕδωρ:                                  Η Αρήτη ωστόσο απ᾿ το κελάρι της μιαν όμορφη κασέλα
                    τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ Ἀρήτη ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν   είπε και φέραν για τον ξένο της, και στοίβαζε τα δώρα
                    ἐξέφερεν θαλάμοιο, τίθει δ᾿ ἐνὶ κάλλιμα δῶρα,

               440  ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν:   των Φαιάκων τα τρανά, τα πάγκαλα — τα ρούχα, το χρυσάφι.
                    ἐν δ᾿ αὐτὴ φᾶρος θῆκεν καλόν τε χιτῶνα,   Μαντί κι ωραίο χιτώνα του 'βαλεν ακόμα απ᾿ τα δικά της,
                    καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   κι έτσι γυρνώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «αὐτὸς νῦν ἴδε πῶμα, θοῶς δ᾿ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον,   «Ατός σου κοίταξε το σκέπασμα, μετά σφιχτόδεσε το,
                    μή τίς τοι καθ᾿ ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ᾿ ἂν αὖτε   μήπως κανένας στο ταξίδι σου βρεθεί και το πειράξει,

               445  εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον ἰὼν ἐν νηὶ μελαίνῃ.»   σε γλυκόν ύπνο αν γείρεις, στο άρμενο το μαύρο ως ταξιδεύεις.»
                    αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   Τα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος σαν άκουσε Οδυσσέας,
                    αὐτίκ᾿ ἐπήρτυε πῶμα, θοῶς δ᾿ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλεν   πήρε και σφάλισε το σκέπασμα και με πιδέξιο κόμπο,
                    ποικίλον, ὅν ποτέ μιν δέδαε φρεσὶ πότνια Κίρκη:   που του 'χε μάθει η Κίρκη κάποτε, μεμιάς το σφιχτοδένει.
                    αὐτόδιον δ᾿ ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἀνώγει   Στην ώρα πάνω κι η κελάρισσα τον κάλεσε ν᾿ ανέβει

               450  ἔς ῥ᾿ ἀσάμινθον βάνθ': ὁ δ᾿ ἄρ ἀσπασίως ἴδε θυμῷ   και να λουστεί᾿ κι εκείνος χάρηκε ζεστά λουτρά σαν είδε·
                    θερμὰ λοέτρ᾿, ἐπεὶ οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν,   τόση δεν είχε καλοπόρεψη συχνά μαθές, αφόντας
                    ἐπεὶ δὴ λίπε δῶμα Καλυψοῦς ἠυκόμοιο.   της Καλυψώς της καλοπλέξουδης παράτησε το σπίτι'
                    τόφρα δέ οἱ κομιδή γε θεῷ ὣς ἔμπεδος ἦεν.   τι εκείνη σα θεό τον γνοιάζουνταν αλήθεια νύχτα μέρα.
                    τὸν δ᾿ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,   Κι αφού τον λούσαν και τον άλειψαν με μύρο οι παρακόρες

               455  ἀμφὶ δέ μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,   και με πανέμορφη τον έντυσαν χλαμύδα και χιτώνα,
                    ἔκ ῥ᾿ ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας   απ᾿ το λουτρό κινώντας τράβηξε να πάει στους κρασοπότες.
                    ἤιε: Ναυσικάα δὲ θεῶν ἄπο κάλλος ἔχουσα   Κι η Ναυσικά, που απ᾿ τους αθάνατους την ομορφιά είχε δώρο,
                    στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,   πλάι στου αντρωνίτη του καλόχτιστου τον παραστάτη εστάθη,
                    θαύμαζεν δ᾿ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα,   τον Οδυσσέα να ιδούν τα μάτια της και να τον καμαρώσει·

               460  καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   κι έτσι μιλώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    «χαῖρε, ξεῖν᾿, ἵνα καί ποτ᾿ ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ   «Έχε γεια, ξένε! Στην πατρίδα σου σα φτάσεις κάποια μέρα,
                    μνήσῃ ἐμεῦ, ὅτι μοι πρώτῃ ζωάγρι᾿ ὀφέλλεις.»   μη μου ξεχνάς· πιο απ᾿ όλους τη χρωστάς σε μένα τη ζωή σου!»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς.                              «Μακάρι, Ναυσικά, του αντρόκαρδου του Αλκίνου θυγατέρα,
                    «Ναυσικάα θύγατερ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
   94   95   96   97   98   99   100   101   102   103   104