Page 94 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 94

93




               210  ὅς τις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων   τον που τον δέχτη και τον φίλεψε θα πει ν᾿ αντροκαλέσει
                    δήμῳ ἐν ἀλλοδαπῷ: ἕο δ᾿ αὐτοῦ πάντα κολούει.   μέσα σε ανθρώπους ξένους· χάλασε μονάχος τη δουλειά του!
                    τῶν δ᾿ ἄλλων οὔ πέρ τιν᾿ ἀναίνομαι οὐδ᾿ ἀθερίζω,   Με όλους τους άλλους συνερίζουμαι, δεν αψηφώ κανέναν
                    ἀλλ᾿ ἐθέλω ἴδμεν καὶ πειρηθήμεναι ἄντην.   να τον γνωρίσω θέλω, αντίκρυ του να μετρηθώ᾿ πολλά 'ναι
                    πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ᾿ ἀνδράσιν ὅσσοι   λέω των αντρών τα συνερίσματα, κακός δεν είμαι σε όλα'
                    ἄεθλοι:

               215  εὖ μὲν τόξον οἶδα ἐύξοον ἀμφαφάασθαι:   ξέρω καλά το καλοτόρνευτο δοξάρι να δουλεύω·
                    πρῶτός κ᾿ ἄνδρα βάλοιμι ὀιστεύσας ἐν ὁμίλῳ   δικιά μου η σαγιτιά που θα 'βρισκε να ρίξει πρώτη κάποιον
                    ἀνδρῶν δυσμενέων, εἰ καὶ μάλα πολλοὶ ἑταῖροι   μέσα στο πλήθος των αντίμαχων, όσο πολλοί κι αν ήταν
                    ἄγχι παρασταῖεν καὶ τοξαζοίατο φωτῶν.   οι σύντροφοί μου, πλάι μου στέκοντας, κι όσο κι αυτοί αν δοξεύαν.
                    οἶος δή με Φιλοκτήτης ἀπεκαίνυτο τόξῳ   Στων Τρωών τη χώρα ένας με κέρδιζε μονάχα στο δοξάρι,

               220  δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅτε τοξαζοίμεθ᾿ Ἀχαιοί.   ο Φιλοχτήτης, σαν αρχίζαμε τις σαγιτιές οι Αργίτες᾿
                    τῶν δ᾿ ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι,   μα από τους άλλους λέω δε βρίσκεται να με νικάει κανένας,
                    ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες.   απ᾿ τους θνητούς μαθές, που γεύουνται ψωμί στον κόσμο απάνω.
                    ἀνδράσι δὲ προτέροισιν ἐριζέμεν οὐκ ἐθελήσω,   Με τους παλιούς ηρώους δε θα 'θελα να μπω σε ξεσυνέρια,
                    οὔθ᾿ Ἡρακλῆι οὔτ᾿ Εὐρύτῳ Οιχαλιῆι,     τον Ηρακλή για και τον Εύρυτο, της Οιχαλίας το ρήγα,

               225  οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων.   που και με αθάνατους παράβγαιναν στου δοξαριού την τέχνη.
                    τῷ ῥα καὶ αἶψ᾿ ἔθανεν μέγας Εὔρυτος, οὐδ᾿ ἐπὶ   Γι᾿ αυτό και τον τρανό τον Εύρυτο νωρίς τον βρήκε ο Χάρος,
                    γῆρας                                  κι ουδέ στο αρχοντικό του εγέρασε᾿ τον σκότωσε οργισμένος
                    ἵκετ᾿ ἐνὶ μεγάροισι: χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων   ο Φοίβος, σαν τον αντροκάλεσε να ρίξουν στο δοξάρι.
                    ἔκτανεν, οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι.   Και το κοντάρι ρίχνω όσο κανείς ουδέ σαγίτα ρίχνει.
                    δουρὶ δ᾿ ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ.
               230  οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ   Μόνο στα πόδια αλήθεια σκιάζουμαι μη με περάσει κάποιος
                    Φαιήκων: λίην γὰρ ἀεικελίως ἐδαμάσθην   από τους Φαίακες, τι απ᾿ τα κύματα τα πλήθια το κορμί μου
                    κύμασιν ἐν πολλοῖς, ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα   που επαιδεύτη, κι όπως το άρμενο δε μου 'μεινε ως το τέλος
                    ἦεν ἐπηετανός: τῷ μοι φίλα γυῖα λέλυνται.»   γερό, να ξαποσταίνω πάνω του, μου λύθηκαν τα γόνα.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.   Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα,

               235  Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν:   και μόνο ο Αλκίνοος του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ξεῖν᾿, ἐπεὶ οὐκ ἀχάριστα μεθ᾿ ἡμῖν ταῦτ᾿ ἀγορεύεις,   «Όσα μας είπες δε μας πείραξαν καθόλου αλήθεια, ξένε!
                    ἀλλ᾿ ἐθέλεις ἀρετὴν σὴν φαινέμεν, ἥ τοι ὀπηδεῖ,   θέλεις μονάχα την αξιότη σου να δείξεις, που 'χεις πάντα,
                    χωόμενος ὅτι σ᾿ οὗτος ἀνὴρ ἐν ἀγῶνι παραστὰς   θυμώνοντας που τούτος ο άγουρος μπροστά στη σύναξη όλη
                    νείκεσεν, ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔ τις ὄνοιτο,   σε ντρόπιασε᾿ ποιος άντρας φρόνιμος, που κρένει μυαλωμένα,

               240                                         να πει κακό ποτέ θα δύνουνταν για τη δικιά σου αξιότη;
                    ὅς τις ἐπίσταιτο ᾗσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν:
                                                           Μα τώρα ομπρός, και συ ένα λόγο μου ν᾿ ακούσεις θέλω, σε
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἐμέθεν ξυνίει ἔπος, ὄφρα καὶ ἄλλῳ
                                                           άλλους
                    εἴπῃς ἡρώων, ὅτε κεν σοῖς ἐν μεγάροισι
                                                           ηρώους για να τον πεις αργότερα, σαν τρως στο αρχοντικό σου
                    δαινύῃ παρὰ σῇ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ σοῖσι τέκεσσιν,
                                                           με τα παιδιά και τη γυναίκα σου, και τη δικιά μας τύχει
                    ἡμετέρης ἀρετῆς μεμνημένος, οἷα καὶ ἡμῖν
                                                           να θυμηθείς αξιότη: αδιάκοπα και μας ο Δίας πως δίνει
               245  Ζεὺς ἐπὶ ἔργα τίθησι διαμπερὲς ἐξ ἔτι πατρῶν.   από τα χρόνια των πατέρων μας τρανές πιδεξιοσύνες.
                    οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν ἀμύμονες οὐδὲ παλαισταί,   Πυγμάχοι εμείς δεν είμαστε άψεγοι μηδέ και παλεστάδες,
                    ἀλλὰ ποσὶ κραιπνῶς θέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι,   μα τρέχουν γρήγορα τα πόδια μας, και πρώτοι στα καράβια.
                    αἰεὶ δ᾿ ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρις τε χοροί τε   Γλέντια, χοροί, πολλές ρουχαλλαξιές, λουτρά ζεστά, κλινάρια,
                    εἵματά τ᾿ ἐξημοιβὰ λοετρά τε θερμὰ καὶ εὐναί.    κιθάρες — με όλα αυτά χαρούμενοι περνούμε τη ζωή μας!

               250  ἀλλ᾿ ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι,   Τώρα απ᾿ τους Φαίακες οι καλύτεροι για ελάτε χορευτάδες
                    παίσατε, ὥς χ᾿ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν   χορό ν᾿ ανοίξετε, διαγέρνοντας στη γη του ο ξένος πίσω
   89   90   91   92   93   94   95   96   97   98   99