Page 91 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 91
90
80 Πυθοῖ ἐν ἠγαθέῃ, ὅθ᾿ ὑπέρβη λάινον οὐδὸν στην άγια την Πυθώ, το πέτρινο κατώφλι σαν εδιάβη
χρησόμενος: τότε γάρ ῥα κυλίνδετο πήματος ἀρχὴ χρησμό να πάρει, αρχή που πλάκωναν τα πάθη του πολέμου
Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλάς. σε Τρώες κι Αργίτες, απ᾿ το θέλημα του Δία του τρισμεγάλου.
ταῦτ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγούδιστής· ωστόσο
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι πήρε ο Οδυσσέας μεμιάς κι ανάσυρε το πορφυρό μαντί του
85 κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε, κάλυψε δὲ καλὰ πρόσωπα: κι αποκορφής ως κάτω εσκέπασε τ᾿ όμορφο πρόσωπό του·
αἴδετο γὰρ Φαίηκας ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυα λείβων. τι ντρέπουνταν τους Φαίακες που 'τρεχαν τα μάτια του ποτάμι.
ἦ τοι ὅτε λήξειεν ἀείδων θεῖος ἀοιδός, Κάθε φορά που ο θείος Δημόδοκος σκολνούσε το τραγούδι,
δάκρυ ὀμορξάμενος κεφαλῆς ἄπο φᾶρος ἕλεσκε τα δάκρυα σφούγγιζε, κατέβαζε το ρούχο απ᾿ το κεφάλι
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον ἑλὼν σπείσασκε θεοῖσιν: και στους θεούς με κούπα δίγουβη κρασί εσταλαματούσε·
90 αὐτὰρ ὅτ᾿ ἂψ ἄρχοιτο καὶ ὀτρύνειαν ἀείδειν μα σαν ξανάρχιζε — τον έσπρωχναν μαθές να τραγουδήσει
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἐπεὶ τέρποντ᾿ ἐπέεσσιν, οι Φαίακες οι τρανοί, που ευφραίνουνταν ακούγοντας — εκείνος,
ἂψ Ὀδυσεὺς κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν. την κεφαλή ξανά κουκούλωνε και ξέσπαζε σε θρήνο.
ἔνθ᾿ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων, Κανείς δεν το 'χε νιώσει που 'κλαιγεν από τους άλλους όλους·
Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ᾿ ἠδ᾿ ἐνόησεν ο Αλκίνοος μοναχά τον πρόσεξε και τον νογήθη, δίπλα
95 ἥμενος ἄγχ᾿ αὐτοῦ, βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν. καθώς καθόταν, και τον άκουσε να βαριαναστενάζει.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα: Ευτύς στους Φαίακες, στους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες:
«κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες. «Ακούστε, Φαίακες πρωτοστάτορες και πρωτοκεφαλάδες᾿
ἤδη μὲν δαιτὸς κεκορήμεθα θυμὸν ἐίσης το φαγητό πια το φραθήκαμε, καθείς το μερτικό του,
φόρμιγγός θ᾿, ἣ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ: και την κιθάρα, τη συντρόφισσα στις πλούσιες τάβλες πάντα·
100 νῦν δ᾿ ἐξέλθωμεν καὶ ἀέθλων πειρηθῶμεν μα ας βγούμε τώρα, για να παίξουμε, να ξεσυνεριστούμε
πάντων, ὥς χ᾿ ὁ ξεῖνος ἐνίσπῃ οἷσι φίλοισιν μια μέρα ο ξένος μας διαγέρνοντας στη γη την πατρική του
οἴκαδε νοστήσας, ὅσσον περιγιγνόμεθ᾿ ἄλλων να το 'χει να το λέει στους φίλους του το πόσο ξεπερνάμε
πύξ τε παλαιμοσύνῃ τε καὶ ἅλμασιν ἠδὲ πόδεσσιν.» τους άλλους στη γροθιά, στο πάλεμα, στο πήδημα, στα πόδια.»
ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο. Αυτά σαν είπε ό Αλκίνοος, κίνησε, και πίσω του οι ρηγάδες.
105 κὰδ δ᾿ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν, Στο ξυλοκάρφι τη γλυκόλαλη κρεμάει κιθάρα ο κράχτης,
Δημοδόκου δ᾿ ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν ἐκ μεγάροιο παίρνει απ᾿ το χέρι το Δημόδοκο κι από τον αντρωνίτη
κῆρυξ: ἦρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι τον βγάζει και τον ίδιο τράβηξε το δρόμου 'χαν πάρει
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες. οι Φαίακες άρχοντες, τους όμορφους να θιαμαστούν αγώνες.
βὰν δ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορήν, ἅμα δ᾿ ἕσπετο πουλὺς Στην αγορά σε λίγο βρέθηκαν, κι ο κόσμος ακλουθούσε
ὅμιλος,
110 μυρίοι: ἂν δ᾿ ἵσταντο νέοι πολλοί τε καὶ ἐσθλοί. αρίφνητος᾿ κι οι νιοί σηκώθηκαν, πολλοί κι αρχοντεμένοι'
ὦρτο μὲν Ἀκρόνεώς τε καὶ Ὠκύαλος καὶ Ἐλατρεύς, ο Ακρόνεος κι ο Ελατρέας πετάχτηκαν κι ο Ωκύαλος κι ο Ναυτέας
Ναυτεύς τε Πρυμνεύς τε καὶ Ἀγχίαλος καὶ Ἐρετμεύς, κι ο Αγχίαλος κι ο Ερετμέας, κατόπι τους ο Θόωνας κι ο Πρυμνέας,
Ποντεύς τε Πρωρεύς τε, Θόων Ἀναβησίνεώς τε μετά ο Ποντέας κι ο Αναβησίνεος κι ο γιός του Πολυνήου
Ἀμφίαλός θ᾿, υἱὸς Πολυνήου Τεκτονίδαο: ο Αμφίαλος, ο εγγονός του Τέχτονα, μαζί στερνά ο Πρωρέας.
115 ἂν δὲ καὶ Εὐρύαλος, βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ, Πετάχτη ορθός κι ο Ευρύαλος, που 'μοιαζε το ματοστάλαχτο Άρη.
Ναυβολίδης, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε ο γιος του Ναύβολου, ο καλύτερος στην ελικιά, στην όψη
πάντων Φαιήκων μετ᾿ ἀμύμονα Λαοδάμαντα. ξον απ᾿ τον άψεγο Λαοδάμαντα μέσα στους Φαίακες όλους.
ἂν δ᾿ ἔσταν τρεῖς παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο, Κι οι τρεις υγιοί του Αλκίνου του άψεγου πετάχτηκαν απάνω,
Λαοδάμας θ᾿ Ἅλιός τε καὶ ἀντίθεος Κλυτόνηος. ο Λαοδάμας κι ο Άλιος ο άτρομος κι ο ισόθεος ο Κλυτόνηος.
120 οἱ δ᾿ ἦ τοι πρῶτον μὲν ἐπειρήσαντο πόδεσσι. Και πιάσαν τους αγώνες κάνοντας αρχή απ᾿ τα πόδια πρώτα.
τοῖσι δ᾿ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες Απ᾿ το σημάδι ο δρόμος άνοιγε μπροστά τους, κι όλοι εκείνοι
καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο: γοργοπετώντας πήραν κι έτρεχαν στον κάμπο, μες στη σκόνη.
τῶν δὲ θέειν ὄχ᾿ ἄριστος ἔην Κλυτόνηος ἀμύμων: Στα πόδια πρώτος ο αψεγάδιαστος ξεχώριζε Κλυτόνηος·