Page 86 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 86

85




               215  ἀλλ᾿ ἐμὲ μὲν δορπῆσαι ἐάσατε κηδόμενόν περ:   Μα να δειπνήσω τώρα αφήστε με, κι ας νιώθω πίκρα τόση·
                    οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο   τι απ᾿ τη φριχτή κοιλιά πιο αδιάντροπο δε γίνεται στον κόσμο'
                    ἔπλετο, ἥ τ᾿ ἐκέλευσεν ἕο μνήσασθαι ἀνάγκῃ   σε σπρώχνει, θες δε θες, κι ας βρίσκεσαι σε παιδεμούς μεγάλους,
                    καὶ μάλα τειρόμενον καὶ ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔχοντα,   κι ας καιγεται η καρδιά στα στήθη σου, να τη θυμάσαι πάντα.
                    ὡς καὶ ἐγὼ πένθος μὲν ἔχω φρεσίν, ἡ δὲ μάλ᾿ αἰεὶ   Έτσι κι εγώ: η καρδιά μου καιγεται, κι αυτή να τρώω, να πίνω

               220  ἐσθέμεναι κέλεται καὶ πινέμεν, ἐκ δέ με πάντων   με σπρώχνει αδιάκοπα, κι ως βιάζεται να φάει και να χορτάσει,
                    ληθάνει ὅσσ᾿ ἔπαθον, καὶ ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει.   από το νου μου σβήνει ολότελα τα πάθη που 'χω σύρει.
                    ὑμεῖς δ᾿ ὀτρύνεσθαι ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν,   Μα εσείς, σα φέξει, δίχως άργητα γνοιαστείτε στην πατρίδα
                    ὥς κ᾿ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐμῆς ἐπιβήσετε πάτρης   να με γυρίστε τον τρισάμοιρο᾿ μετά από τόσα πάθη,
                    καί περ πολλὰ παθόντα: ἰδόντα με καὶ λίποι αἰὼν   να 'ταν και μια στιγμή ν᾿ αντίκριζα το αψηλοτάβανό μου

               225  κτῆσιν ἐμήν, δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα.»   το αρχοντικό, το βιος, τους δούλους μου, κι ας πέθαινα στην ώρα!»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον   Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν, κι αναμεσό τους λέγαν,
                    πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπεν.   του ξένου, έτσι σωστά που μίλησε, να του σταθούν στη στράτα.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾿ ἔπιον θ᾿ ὅσον ἤθελε θυμός,   Και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
                    οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,   για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.

               230  αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,   Στο αρχονταρίκι ωστόσο απόμεινεν ο ισόθεος Οδυσσέας·
                    πὰρ δέ οἱ Ἀρήτη τε καὶ Ἀλκίνοος θεοειδὴς   η Αρήτη πλάι του κι ο θεόμορφος Αλκίνοος εκαθόνταν,
                    ἥσθην: ἀμφίπολοι δ᾿ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός.   κι ήταν ακόμα οι τραπεζάρισσες, που πάστρευαν τις τάβλες.
                    τοῖσιν δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων:   Η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο επήρε πρώτη,
                    ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἰδοῦσα   τι είδε τα ρούχα και τα γνώρισε — τη χλαίνα, το χιτώνα —

               235   καλά, τά ῥ᾿ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί:   τα πάγκαλα, που τα 'χε μόνη της υφάνει με τις βάγιες·
                    καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
                    «ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή:   «Ξένε, για τούτο πρώτα θα 'θελα να σε ρωτήσω ατή μου'
                    τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; τίς τοι τάδε εἵματ᾿ ἔδωκεν;   ποιος είσαι, πούθε; ποιος σου τα 'δωκε τα ρούχα αυτά; δεν είπες
                    οὐ δὴ φῆς ἐπὶ πόντον ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι;»   αλήθεια πως θαλασσοδάρθηκες, πριν φτάσεις στο νησί μας;»

               240  ἡτὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                             «Πολύ βαρύ μου πέφτει, αρχόντισσα, τα πάθη να ιστορήσω
                    «ἀργαλέον, βασίλεια, διηνεκέως ἀγορεῦσαι   Ολα, όσα μου 'δωκαν οι αθάνατοι, που κυβερνούν τα ουράνια.
                    κήδε᾿, ἐπεί μοι πολλὰ δόσαν θεοὶ Οὐρανίωνες:   Μα αυτό που με ρωτάς και θέλησες να μάθεις, άκουσε το:
                    τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.   Κάποιο νησί στο πέλαο βρίσκεται μακριά, Ωγυγία το λένε.
                    Ὠγυγίη τις νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται:
               245                                        κι εκεί μια κόρη μένει του Άτλαντα τρανή, γεμάτη δόλους,
                    ἔνθα μὲν Ἄτλαντος θυγάτηρ, δολόεσσα Καλυψὼ
                                                          η Καλυψώ, η ομορφοπλέξουδη θεά· κανείς μαζί της
                    ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός: οὐδέ τις αὐτῇ
                                                          ποτέ δε σμίγει απ᾿ τους αθάνατους για απ᾿ τους θνητούς
                    μίσγεται οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.
                                                          ανθρώπους,
                    ἀλλ᾿ ἐμὲ τὸν δύστηνον ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων
                                                          Μα εμένα ένας θεός τον άμοιρο στο τζάκι της μονάχο
                    οἶον, ἐπεί μοι νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
                                                          μ᾿ έφερε κάποτε, τι το άρμενο μου το 'χε ο Δίας τσακίσει
               250  Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.   μες στο κρασάτο πέλαο, ρίχνοντας φλογάτο αστροπελέκι.
                    ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἀπέφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι,   Οι επίλοιποι αντρειανοί σύντροφοί μου χαθήκανε· μονάχος
                    αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεὸς ἀμφιελίσσης   εγώ απ᾿ του δρεπανόγυρτου άρμενου πιασμένος την καρένα
                    ἐννῆμαρ φερόμην: δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ   μέρες εννιά θαλασσοδέρνομουν᾿ στις δέκα, μες στη νύχτα
                    νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ   τη μαύρη, μ᾿ έριξαν οι αθάνατοι στην Ωγυγία, στο σπίτι

               255  ναίει ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεός, ἥ με λαβοῦσα   της Καλυψώς, της ομορφόμαλλης τρανής θεάς· κι εκείνη
                    ἐνδυκέως ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε   με καλοδέχτηκε και μ᾿ έτρεφε και το 'χε στο μυαλό της,
                    θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα:   αν μείνω, να με κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα·
   81   82   83   84   85   86   87   88   89   90   91