Page 84 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 84
83
130 σκίδναται, ἡ δ᾿ ἑτέρωθεν ὑπ᾿ αὐλῆς οὐδὸν ἵησι από τη μια, και τρέχει η δεύτερη στο σπίτι, απ᾿ το κατώφλι
πρὸς δόμον ὑψηλόν, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται. περνώντας κάτω της αυλόπορτας, νερό να παίρνει ο κόσμος.
τοῖ᾿ ἄρ᾿ ἐν Ἀλκινόοιο θεῶν ἔσαν ἀγλαὰ δῶρα. Τέτοια οι θεοί μαθές εχάρισαν του Αλκίνου πλούσια δώρα.
ἔνθα στὰς θηεῖτο πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς. Κει πέρα ο θεϊκός, πολύπαθος στεκόταν Οδυσσέας
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ, και θάμαζε᾿ κι ως πια αποθάμαξε θωρώντας τα όλα γύρω,
135 καρπαλίμως ὑπὲρ οὐδὸν ἐβήσετο δώματος εἴσω. περνώντας το κατώφλι γρήγορα στο σπίτι μέσα μπήκε᾿
εὗρε δὲ Φαιήκων ἡγήτορας ἠδὲ μέδοντας κι ήβρε των Φαιάκων τους πρωτόγερους και προεστούς την ώρα
σπένδοντας δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργεϊφόντῃ, σπονδή στον άγρυπνο που πρόσφερναν Αργοφονιά, τι θέλαν
ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον, ὅτε μνησαίατο κοίτου. να παν να κοιμηθούν, κι ολόστερνα σ᾿ αυτόν σπονδές εκάναν.
αὐτὰρ ὁ βῆ διὰ δῶμα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος εδιάβηκε Οδυσσέας
140 πολλὴν ἠέρ᾿ ἔων, ἥν οἱ περίχευεν Ἀθήνη, το σπίτι μες σε αντάρα ολόπυκνη, που του 'χυνε η Παλλάδα.
ὄφρ᾿ ἵκετ᾿ Ἀρήτην τε καὶ Ἀλκίνοον βασιλῆα. Όμως στο ρήγα Αλκίνο ως έφτασε και στην Αρήτη αντίκρυ,
ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς, τα χέρια του έριξε στα γόνατα τρογύρα της Αρήτης,
καὶ τότε δή ῥ᾿ αὐτοῖο πάλιν χύτο θέσφατος ἀήρ. κι η θεϊκιά που τον περίζωνε μεμιάς σκορπίστη αντάρα.
οἱ δ᾿ ἄνεῳ ἐγένοντο, δόμον κάτα φῶτα ἰδόντες: Κι αυτοί τα χάσαν ξένον άνθρωπο θωρώντας μες στο σπίτι,
145 θαύμαζον δ᾿ ὁρόωντες. ὁ δὲ λιτάνευεν Ὀδυσσεύς: και μείναν άλαλοι᾿ και κίνησε τα παρακάλια εκείνος:
«Ἀρήτη, θύγατερ Ῥηξήνορος ἀντιθέοιο, «Αρήτη, κόρη του Ρηξήνορα του ισόθεου, πλήθος έχω
σόν τε πόσιν σά τε γούναθ᾿ ἱκάνω πολλὰ μογήσας τραβήξει βάσανα᾿ στον άντρα σου, στα πόδια σου προσπέφτω
τούσδε τε δαιτυμόνας: τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν και σε όλους τούτους τους συντράπεζους᾿ μόνο καλά, όσο ζείτε,
ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος να δείτε απ᾿ τους θεούς, κι αργότερα το βιος στο αρχοντικό σας
150 κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροισι γέρας θ᾿ ὅ τι δῆμος ἔδωκεν: κι όποια τιμή ο λαός σας έδωκε να μείνουν στα παιδιά σας.
αὐτὰρ ἐμοὶ πομπὴν ὀτρύνετε πατρίδ᾿ ἱκέσθαι Όμως και μένα προβοδάτε με, να φτάσω στην πατρίδα
θᾶσσον, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχω.» γρήγορα᾿ χρόνους βασανίζουμαι μακριά από τους δικούς μου.»
ὣς εἰπὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν Αυτά είπε, και στο τζάκι εκάθισε, πλάι στη φωτιά, στις στάχτες,
πὰρ πυρί: οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ. κι οι άλλοι απόμειναν όλοι αμίλητοι και δεν έβγαζαν άχνα.
155 Αργά το λόγο πήρε ο γέροντας, ο αρχοντικός Εχένηος,
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος, που όλους τους Φαίακες τους αντρόψυχους στα χρόνια
ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν ξεπερνούσε,
καὶ μύθοισι κέκαστο, παλαιά τε πολλά τε εἰδώς: κι ήταν στα λόγια πρώτος κι ήξερε πολλά και περασμένα.
ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν: Και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Ἀλκίνο᾿, οὐ μέν τοι τόδε κάλλιον, οὐδὲ ἔοικε,
« Αλκίνοε, τούτο εδώ πολύ όμορφο δεν είναι, δεν ταιριάζει
160 ξεῖνον μὲν χαμαὶ ἧσθαι ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, ο ξένος πλάι στη στια να κάθεται, κατάχαμα, στις στάχτες.
οἵδε δὲ σὸν μῦθον ποτιδέγμενοι ἰσχανόωνται. Οι άλλοι σωπαίνουν απαντέχοντας το λόγο το δικό σου.
ἄλλ᾿ ἄγε δὴ ξεῖνον μὲν ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου Μα τώρα ομπρός, τον ξένο σήκωσε και σε θρονί να κάτσει
εἷσον ἀναστήσας, σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οδήγα τον ασημοκάρφωτο᾿ κρασί να συγκεράσουν
οἶνον ἐπικρῆσαι, ἵνα καὶ Διὶ τερπικεραύνῳ στους κράχτες πες μετά, να κάνουμε στον κεραυνόχαρο όλοι
165 σπείσομεν, ὅς θ᾿ ἱκέτῃσιν ἅμ᾿ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ: το Δία σπονδή, που παραστέκεται τους σεβαστούς ικέτες.
δόρπον δὲ ξείνῳ ταμίη δότω ἔνδον ἐόντων.» Και μέσα ό,τι βρεθεί η κελάρισσα να φάει στον ξένο ας δώκει.»
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, Μόλις το λόγο τούτο αγρίκησεν ο Αλκίνοος ο αντρειωμένος,
χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην του πολεμάρχου, πολυμήχανου πήρε Οδυσσέα το χέρι,
ὦρσεν ἀπ᾿ ἐσχαρόφιν καὶ ἐπὶ θρόνου εἷσε φαεινοῦ, τον σήκωσε απ᾿ τη στια και σε θρονί τον κάθισε αστροβόλο,
170 υἱὸν ἀναστήσας ἀγαπήνορα Λαοδάμαντα, αφού το γιο του εκείθε σήκωσε, που δίπλα του καθόταν,
ὅς οἱ πλησίον ἷζε, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκεν. το Λαοδάμα τον αντρόκαρδο, και του 'χε αγάπη πλήθια.
χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
καλῇ χρυσείῃ ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος, χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,