Page 80 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 80

79




                    αὐτὰρ ἐπὴν ἡμέας ἔλπῃ ποτὶ δώματ᾿ ἀφῖχθαι,   Και σα λογιάσεις πια πως μπήκαμε, και συ για των Φαιάκων
                    καὶ τότε Φαιήκων ἴμεν ἐς πόλιν ἠδ᾿ ἐρέεσθαι   την πολιτεία ξεκίνα᾿ φτάνοντας, το αρχοντικό που πέφτει
                    δώματα πατρὸς ἐμοῦ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο.   του Αλκίνου, του αντρειωμένου κύρη μου, για ρώτα να σου
                                                           δείξουν.

               300  ῥεῖα δ᾿ ἀρίγνωτ᾿ ἐστί, καὶ ἂν πάϊς ἡγήσαιτο   Θα το 'βρεις εύκολα᾿ θα σου 'δειχνε κι ένα μωρό το δρόμο·
                    νήπιος: οὐ μὲν γάρ τι ἐοικότα τοῖσι τέτυκται   κανένα αρχοντικό δε βρίσκεται μέσα στους Φαίακες όλους,
                    δώματα Φαιήκων, οἷος δόμος Ἀλκινόοιο   που με του Αλκίνοου του λιοντόκαρδου να μοιάζει το παλάτι.
                    ἥρωος. ἀλλ᾿ ὁπότ᾿ ἄν σε δόμοι κεκύθωσι καὶ αὐλή,   Μα σύντας πια σε κρύψει ο αυλόγυρος και μπεις στο σπίτι μέσα,
                    ὦκα μάλα μεγάροιο διελθέμεν, ὄφρ᾿ ἂν ἵκηαι   γοργά το αρχονταρίκι διάβαινε, στη μάνα μου ως να φτάσεις.

               305  μητέρ᾿ ἐμήν: ἡ δ᾿ ἧσται ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἐν πυρὸς αὐγῇ,   Κοντά στο τζάκι εκείνη κάθεται, στης στιας τη λάμψη δίπλα,
                    ἠλάκατα στρωφῶσ᾿ ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι,   άλικο γνέθοντας στη ρόκα της μαλλί, που να θαμάξεις,
                    κίονι κεκλιμένη: δμωαὶ δέ οἱ εἵατ᾿ ὄπισθεν.   στο στύλο ακουμπισμένη· πίσω της οι σκλάβες καθισμένες.
                    ἔνθα δὲ πατρὸς ἐμοῖο θρόνος ποτικέκλιται αὐτῇ,   Εκεί και το θρονί του ο κύρης μου στον ίδιο στύλο γέρνει,
                    τῷ ὅ γε οἰνοποτάζει ἐφήμενος ἀθάνατος ὥς.   κι απάνω κάθεται ως αθάνατος και το κρασί του πίνει.

               310  τὸν παραμειψάμενος μητρὸς περὶ γούνασι χεῖρας   Ρίξου στης μάνας μου τα γόνατα, τον κύρη προσπερνώντας,
                    βάλλειν ἡμετέρης, ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι   κι αγκάλιασε τα, αν θες ολόχαρος να ιδείς του γυρισμού σου
                    χαίρων καρπαλίμως, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί.   τη μέρα γρήγορα, η πατρίδα σου που κι ας είναι αλάργα'
                    εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα φρονέῃσ᾿ ἐνὶ θυμῷ,   τι από κάπου αν εκείνη σ᾿ έπαιρνε κι από συμπάθιο, θα 'χες
                    ἐλπωρή τοι ἔπειτα φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι   ελπίδα τους δικούς σου κάποτε να δεις και να διαγείρεις

               315  οἶκον ἐυκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»   στο αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στη γη την πατρική σου.»
                    ὣς ἄρα φωνήσασ᾿ ἵμασεν μάστιγι φαεινῇ   Ως είπε τούτα η κόρη, χτύπησε το αστραφτερό μαστίγι,
                    ἡμιόνους: αἱ δ᾿ ὦκα λίπον ποταμοῖο ῥέεθρα.   κι οι μούλες παράτησαν γρήγορα του ποταμού το ρέμα,
                    αἱ δ᾿ ἐὺ μὲν τρώχων, ἐὺ δὲ πλίσσοντο πόδεσσιν:   κι όδευαν πότε τριποδίζοντας και πότε περπατώντας·
                    ἡ δὲ μάλ᾿ ἡνιόχευεν, ὅπως ἅμ᾿ ἑποίατο πεζοὶ   κι εκράτα αυτή πραγά τα νιόλουρα, με μέτρο το μαστίγι

               320  ἀμφίπολοί τ᾿ Ὀδυσεύς τε, νόῳ δ᾿ ἐπέβαλλεν   δουλεύοντας, οι βάγιες να 'ρχουνται ξοπίσω κι ο Οδυσσέας.
                    ἱμάσθλην.                              Βουτούσε ο γήλιος, στο περίλαμπρο της Αθηνάς σα φτάσαν
                    δύσετό τ᾿ ἠέλιος καὶ τοὶ κλυτὸν ἄλσος ἵκοντο   το δάσο το ιερό, κι ως κάθισε μονάχος πια ο Οδυσσέας,
                    ἱρὸν Ἀθηναίης, ἵν᾿ ἄρ᾿ ἕζετο δῖος Ὀδυσσεύς.   την Αθηνά παρακαλέστηκε, του τρανου Δία την κόρη:
                    αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο:   « Στήσε το αφτί σου, κόρη αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
                    «κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη:

               325  νῦν δή πέρ μευ ἄκουσον, ἐπεὶ πάρος οὔ ποτ᾿   Καν τώρα επάκουσέ μου· τι άλλοτε που τσακιζόμουν, διόλου
                    ἄκουσας                                δε μ᾿ άκουσες, καθώς με τσάκιζεν ο μέγας Κοσμοσείστης᾿
                    ῥαιομένου, ὅτε μ᾿ ἔρραιε κλυτὸς ἐννοσίγαιος.   στους Φαίακες φτάνοντας συμπόνεση κι αγάπη να 'βρω δωσ᾿
                    δός μ᾿ ἐς Φαίηκας φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾿ ἐλεεινόν.»   μου!»
                    ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη.   Αυτά είπε, κι η Αθηνά του επάκουσε την προσευχή η Παλλάδα,
                    αὐτῷ δ᾿ οὔ πω φαίνετ᾿ ἐναντίη: αἴδετο γάρ ῥα   μα ομπρός του ακόμα δεν ξεπρόβελνε᾿ τον αδερφό ντρεπόταν

               330  πατροκασίγνητον: ὁ δ᾿ ἐπιζαφελῶς μενέαινεν   μαθές του κύρη της, που αλάγιαστα του ισόθεου του Οδυσσέα
                    ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.    θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.
   75   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85